Αριάν Μνουσκίν

"Κάνουμε θέατρο για να ξεπεράσουμε την ταυτότητά μας"

 

H γαλλίδα σκηνοθέτις παρουσιάζει «Το τελευταίο καραβανσαράι» και μιλάει για την τέχνη της, τους πρόσφυγες και την ψυχή

 

Με διάθεση να συστήσει και να σκιαγραφήσει ένα ένα τα μέλη του Θεάτρου του Ήλιου (Théâtre du Soleil), ηθοποιούς και συνεργάτες χρόνων καθώς και νέα παιδιά που μπήκαν πρόσφατα στην ομάδα της, όλοι τους πολίτες του κόσμου, η Αριάν Μνουσκίν ήρθε στην Αθήνα για τις παραστάσεις του «Τελευταίου καραβανσαράι». Με την άνεση των ανθρώπων που ξέρουν να δημιουργούν, με τη γοητεία της γνώσης και την όρεξη για νέες περιπέτειες, η ιδρύτρια αυτής της σημαντικής γαλλικής σκηνής συνεχίζει να εκπέμπει ενέργεια και ηλεκτρισμό. Ακούραστη καλλιτέχνις, η Μνουσκίν ανήκει στους ανθρώπους εκείνους που αφήνουν σημάδια στο πέρασμά τους.

«Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι στην πατρίδα του δυτικού θεάτρου, όπως επίσης είμαι χαρούμενη που ήρθα με το Θέατρο του Ήλιου στην Αθήνα, κάτι που προσπαθούσαμε χρόνια αλλά που μόνον τώρα έφθασε σε αίσιο τέλος» λέει, καθώς ξεδιπλώνει τις σκέψεις της για το θέαμα που παρουσιάζει αλλά και για το τι σημαίνει θέατρο.

 

«Σ' εμάς κάθε ηθοποιός προχωρεί βήμα βήμα, ανεβαίνει σκαλιά, ανοίγει πόρτες. Μόνος του. Και κυρίως ανοίγει τις πόρτες της ψυχής του, τις πόρτες μέσα του. Κάθε στιγμή αναθεωρεί όσα έχει μάθει, αναρωτιέται, σκέφτεται και προχωρεί. Κάποιοι μπορεί ακόμη και να πηδήξουν σκαλοπάτι, ίσως και με δάκρυα στα μάτια. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Πάντα, όλα τα χρόνια. Βέβαια» εξηγεί «ορισμένοι δεν αντέχουν και εγκαταλείπουν την ομάδα μας. Χρειάζεται υπομονή στην τέχνη. Είναι το ίδιο συναίσθημα με εκείνο του συγγραφέα που βρίσκεται μπροστά σε μια λευκή σελίδα και πρέπει να τη γεμίσει. Άλλοι επιμένουν και τα καταφέρνουν τελικά. Άλλοι πάλι δεν έχουν υπομονή και πάνε να πιούνε. Κάποιοι περιμένουν. Έτσι είναι και στο θέατρο. Αρκεί να θες να ανοίξεις την πόρτα μέσα σου».

Δεν ξέρει πώς και γιατί επιλέγει τους συνεργάτες της. Αρκεί να νιώσει τη σπίθα στα μάτια τους, να δει την όρεξή τους, την αφοσίωσή τους. «Νομίζω ότι πάνω απ' όλα σκέφτομαι αν θέλω να ζήσω μαζί τους» προσθέτει.

 

Θεωρώντας την προσφυγιά και το σύγχρονο πρόσωπό της ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας, «Το τελευταίο καραβανσαράι» πρωτοπαρουσιάστηκε (το α´ μέρος του, «Το άγριο ποτάμι») το 2003 και λίγους μήνες αργότερα οι καταστάσεις οδήγησαν στη δημιουργία του β´ μέρους, με τίτλο «Καταγωγές και πεπρωμένα». Με τους Ιρανούς, τους Ιρακινούς και τους Αφγανούς στο επίκεντρο, με τις προσωπικές τους ιστορίες υλικό για θεατρική παράσταση που σφύζει από ζωή, το Θέατρο του Ήλιου εργάστηκε συνολικά για το αποτέλεσμα. «Είμαστε ένας θίασος από μονάδες που δουλεύουν ομαδικά. Ο καθένας έχει τη δική του αφετηρία, τη δική του ιστορία. Εμείς κάνουμε θέατρο για να ξεπεράσουμε την ταυτότητά μας, για να μιλήσουμε την παγκόσμια γλώσσα. Κάνουμε τέχνη» καταλήγει.

 

Θέατρο και ζωή είναι σαφώς ταυτισμένα για την Αριάν Μνουσκίν. Σαράντα δύο χρόνια τώρα, συνεχίζει να βάζει την τέχνη της σε πρώτο πλάνο, όχι γιατί υποτιμά τη ζωή της αλλά γιατί έτσι έμαθε να ζει. Γι' αυτό και οι παραγωγές της, λαμπρές στιγμές του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου, μετουσιώνουν συχνά-πυκνά τα μεγάλα θέματα της σκληρής πραγματικότητας. Οπως τώρα με το «Τελευταίο καραβανσαράι», στο οποίο συμπεριέλαβε την αγωνία της για τους πρόσφυγες, το μεγάλο θέμα της εποχής μας. Δεν έχει περάσει άλλωστε και πολύς καιρός από τότε που «κάναμε απεργία πείνας για τη Βοσνία και το Σαράγεβο» θυμίζει η καλλιτέχνις, η οποία διαπνέεται από ανθρωπιστικά ιδεώδη. Αλλωστε ο τρόπος που λειτουργεί από την ίδρυσή του το Θέατρο του Ήλιου εκφράζει απόλυτα τις ιδέες και τις απόψεις της σκηνοθέτιδος. «H ισότητα και η αδελφοσύνη μάς χαρακτηρίζουν» λέει· και εξηγεί ότι οι αμοιβές του θιάσου χωρίζονται σε δύο επίπεδα, για τους μαθητευόμενους και για τους ενεργούς ηθοποιούς ή συνεργάτες - στους οποίους ανήκει και η ίδια -, και ότι διατηρούν πάντα τη συνήθεια να τρώνε από την κουζίνα του Θεάτρου του Ήλιου, «και σας διαβεβαιώ ότι είναι πολύ νόστιμα τα φαγητά μας».

 

«Μπορεί η Γαλλία να έχει ελαττώματα, αλλά ως προς το θέατρο τα πράγματα είναι καθαρά. Ούτε ξέπλυμα γίνεται ούτε οι μεγάλοι παραγωγοί μάς εκμεταλλεύονται. Είμαστε δημόσιο θέατρο και επιχορηγούμαστε. Πάντα προσπαθούμε να βρούμε περισσότερους πόρους, αλλά ως εκεί. Από δίπλα υπάρχει και το εμπορικό θέατρο, το λίγο πιο τυχοδιωκτικό, που διαθέτει περισσότερο θράσος, μα όλα είναι καθαρά, διαφανή. Όσο για εμάς που παίρνουμε επιχορήγηση, ουδέποτε το κράτος έχει παρέμβει στις επιλογές μας. Θέλω να είμαι σαφής: το κράτος δεν μας χρηματοδοτεί για να το διαφημίσουμε. Μας επιδοτεί και στηρίζει τη δουλειά μας. Χωρίς ποτέ και καμιά παρέμβαση».

 

Μορίς Ντυροζιέ- o γάλλος ηθοποιός

 

Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ο Γάλλος ηθοποιός μπήκε στην ομάδα της Αριάν Μνουσκίν και συνεργάστηκε στις παραγωγές του Θεάτρου του Ήλιου. «Ύστερα από 11 χρόνια όμως έφυγα. Δεν ένιωθα πλέον ευτυχής εκεί. Και το να κάνεις θέατρο χωρίς να το απολαμβάνεις δεν έχει νόημα. Έκανα τον δικό μου θίασο, ταξίδεψα. Αλλά τελικά, ύστερα από 11 χρόνια, επέστρεψα, για το "Τελευταίο καραβανσαράι". Είναι γεγονός ότι ο ηθοποιός ζει το παράδοξο να έχει ένα ισχυρό "εγώ" και να πρέπει να το εντάξει στο σύνολο. Μόνον έτσι αξίζει να κάνεις θέατρο. Να νιώσεις ότι δεν είσαι παρά ένα μέσο, ένα ενδιάμεσο. Ο κόσμος δεν έρχεται να δει τον άνθρωπο, τον ηθοποιό, αλλά τον ήρωα που ερμηνεύει».

 

Σαγκάγια Μπεχεσθί ή Σάσα ιρανή ηθοποιός

 

Δέκα χρόνια μαζί με την Αριάν Μνουσκίν, η τριαντάχρονη Σάσα σε γοητεύει μόλις τη δεις. Γεννημένη στην Περσία, μετακόμισε στο Παρίσι όταν ήταν ακόμη μωρό. Από μικρή οι παραστάσεις του Θεάτρου του Ήλιου την είλκυαν. Κάπως έτσι ακολούθησε και τα εργαστήρια της Μνουσκίν, για να την επιλέξει τελικά στην ομάδα της η γαλλίδα σκηνοθέτις. Και όταν η Μνουσκίν έστρεψε τη σκέψη της προς το «Τελευταίο καραβανσαράι», η Σάσα έγινε συνοδός και μεταφράστριά της στα ταξίδια του κόσμου. Εκεί όπου συναντούσαν αφγανούς, ιρακινούς, ιρανούς μετανάστες, ανθρώπους που εγκατέλειψαν τα πάντα για να αναζητήσουν μια νέα ελπίδα και μια νέα πατρίδα. «Ήταν τέλος του 2001 και βρισκόμασταν στην Αυστραλία, όπου δίναμε τις τελευταίες παραστάσεις με τα "Ταμπούρλα" και δεν ξέραμε ποιο θα ήταν το επόμενο έργο που θα προετοιμάζαμε. Ξαφνικά είδα στην τηλεόραση την Αριάν (σ.σ.: Μνουσκίν) στο στρατόπεδο προσφύγων της Σανγκάτ (σ.σ.: στο Καλέ της Γαλλίας). Εκεί βρίσκονταν πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, το Ιράν και το Ιράκ. Μου ζήτησε λοιπόν να την ακολουθήσω σε ένα επόμενο ταξίδι της, ώστε να τη βοηθήσω και στη μετάφραση. Δεν άργησα να καταλάβω ότι αυτό θα ήταν το επόμενο θέμα μας στο θέατρο. Εκεί συναντήσαμε απελπισμένους ανθρώπους που ένιωθαν φόβο. Νόμιζαν ότι ήμασταν δημοσιογράφοι και δεν ήθελαν να μας μιλήσουν. Οταν τους εξήγησε η Αριάν, ανοίχτηκαν. Ορισμένοι όμως δεν γνώριζαν τι είναι θέατρο... H Αριάν τούς ζήτησε να διηγηθούν τις ιστορίες τους. Ούτε απόψεις ούτε σχόλια. Ιστορίες ζωής. Και αυτές τελικά έγιναν παράσταση» καταλήγει, εξηγώντας ότι στο «Τελευταίο καραβανσαράι» όλη η ομάδα αυτοσχεδίασε, ένιωσε, δημιούργησε, για να βρει τελικά τα λόγια που ακούγονται, σε 12 γλώσσες από ηθοποιούς 20 εθνικοτήτων.

 

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ

Το ΒΗΜΑ, 23/07/2006 , Σελ.: C06
Κωδικός άρθρου: B14820C061
ID: 279277