ΤΟ ΧΤΙΚΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

 

Θεατρικό έργο για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος

 

ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ

Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

Δ/νση: Αχιλλέως 107 Βόλος- Τ.Κ 38333

Τηλ. 24210-54824και 6972203435

e-mail: itzikas@in.gr  

 

ISBN: 960-8446-03-6

 

* Μόνη υποχρέωση (ηθική) να ενημερώνεται ο συγγραφέας για την όποια χρήση του έργου.

 

 

 

 

·        Αριθμός σκηνών: 5

 

·        Πρόσωπα: 26

 

1. Δήμαρχος 2. Περσεφόνη 3. Βιομήχανος-Τσιμεντοκάνης 4. Σπύρος 5. Μάκης 6. Σταύρος 7. Χάρης 8. Ανέστης 9. Κωστής  10. κυρα-Μόλυνση. 11. κυρα-Ρύπανση 12. Φουγάρο 13. Νέφος  14. Παιδί Α’  15. Παιδί Β’ 16. Παιδί Γ’ 17. Χελιδόνι  18. Κόκορας  19. Γάτα 20. Σκύλος 21. Σπάρος 22. Μαρίδα 23. Πετρελαιοκηλίδα 24. Μάνα 25. Εφημεριδοπώλης 26. Αφηγητής

 

   

ΣΚΗΝΗ Α΄

Σκηνικό: Μια όμορφη πόλη παραθαλάσσια και γεμάτη πράσινο. Ένα καφενείο, δυο τρία τραπέζια και καρέκλες.

Ακούγεται το τραγούδι «Μάνα γη» και μπαίνει στη σκηνή ένα παιδί- τσαλαπετεινός, που παίζει το ρόλο του αφηγητή.

 

Τσαλαπετεινός

(αφηγητής)

:

Τσαλαπίν τσαλαπίν τσαλαπίν…

Χαίρετ,ε κυρίες και κύριοι. Γεια σας, παιδιά. Κάποια μέρα, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Απρίλη, στην Ανθούπολη, μια πόλη κοντά στη θάλασσα, γεμάτη φυσικές ομορφιές, έφτασε ο κύριος Τσιμεντοκάνης.

Η Ανθούπολη ήταν γεμάτη καταπράσινα δέντρα και λουλούδια που φύτρωναν στις αυλές των σπιτιών και στα πάρκα της πόλης. Οι πεντακάθαρες ακτές της θάλασσας γλυκοφιλούσαν τους πρόποδες του βουνού, που στις πλαγιές του ρίζωναν χιλιάδες πεύκα και ελιές και το έκαναν πανέμορφο. Κάθε καλοκαίρι χιλιάδες άνθρωποι, ντόπιοι και τουρίστες, χαίρονταν τις ομορφιές της φύσης, την καταγάλανη θάλασσα και το καθάριο, δροσερό αεράκι.

Οι κάτοικοι της πόλης δεν ήξεραν τι πα’ να πει ρύπανση και μόλυνση του περιβάλλοντος. Εκείνο λοιπόν το πρωϊνό, ο κύριος Τσιμεντοκάνης κατέβηκε από ’να μεγάλο, πολυτελές αυτοκίνητο στην κεντρική πλατεία της Ανθούπολης και άρχισε να φωνάζει.

Τσαλαπίν τσαλαπίν τσαλαπίν (φεύγει)

(Φεύγει ο αφηγητής και μπαίνει ο κύριος Παρασκευάς Τσιμεντοκάνης,
Βιομήχανος από την πρωτεύουσα)

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Είμαι βιομήχανος

μεγάλος και τρανός

γεμάτος πλούτη και λεφτά

τον φυσάω τον παρά!

Όλη μέρα καθισιό

και λεφτά ένα σωρό.

Εργάτες και λοιπό προσωπικό

όλοι δουλεύουνε για μένα

λογαριασμό δε δίνω σε κανένα.

Είμαι ’γω τ' αφεντικό

όλη μέρα καθισιό

και λεφτά ένα σωρό.

 

(Κλείνει πονηρά το μάτι του στο κοινό και συνεχίζει)

 

 

Ήρθα εδώ, φίλοι μου, σ’ αυτή την όμορφη πόλη να κτίσω ένα εργοστάσιο παρασκευής τσιμέντου. Αν καταφέρω να πείσω τους κατοίκους της Ανθούπολης – άκου όνομα! Τσιμεντούπολη θα την ονομάζουμε από δω και πέρα! – αν λοιπόν, λέω, τους καταφέρω να κτίσω το εργοστάσιό μου εδώ θα γεμίσω λεφτά … μμμ! … πολλά λεφτά σας λέω!

(Φωνάζει δυνατά)

 

 

 

Άνθρωποι της Ανθούπολης, καλοί μου άνθρωποι, ελάτε, κοπιάστε, όλοι στην κεντρική πλατεία. Έχω να σας ανακοινώσω ευχάριστα νέα, τόσο ευχάριστα που ούτε στον ύπνο σας δε θα βλέπατε!

(Βγαίνουν οι κάτοικοι της πόλης)

 

Σπύρος

:

Βρε, ποιος είναι αυτός που μας κουβαλήθηκε πρωί πρωί στην πόλη μας και γκαρίζει σα γάιδαρος!

Μάκης

:

Σώπα, βρε, που τον λες γάιδαρο τον άνθρωπο. Δεν τον βλέπεις τι κύριος είναι! Κύριος με τα όλα του! Με το κουστούμι του, την καπελαδούρα του, το πούρο του … Αμ, κοίτα και τι αμαξάρα έχει! … κάποιος υπουργός μπορεί να ήρθε στην πόλη μας.

Σταύρος

:

Κοιτάτε, φίλοι μου, τι αγέρωχο ύφος έχει! Και η κοιλάρα του; Αριστοκρατική, δεν μπορώ να πω! Και το κουστούμι του … τελευταία λέξη της μόδας … πανάκριβο θα ’ναι!

Χάρης

:

Βρε, εμένα με γουρουνάκι καλοταϊσμένο μου μοιάζει … λες και τον βγάλανε μόλις τώρα από εργοστάσιο παραγωγής γουρουνιών!

Κωστής

:

Εργοστάσιο είπες! … Α, ναι, πώς δεν το θυμήθηκα! … Είναι ο κ. Τσιμεντοκάνης … μεγάλος βιομήχανος από την πρωτεύουσα. Ναι σας λέω, τον ξέρω … δούλευε ο μεγάλος μου αδερφός στο εργοστάσιό του.

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Ελάτε κοντά μου, κύριοι, ελάτε να συζητήσουμε. Είμαι ο σωτήρας της πόλης σας. Έχω το μαγικό ραβδί που θα σας γεμίσει λεφτά!

Όλοι μαζί

:

Χαίρετε, κύριε … καλημέρα σας. Πώς από την πόλη μας; Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει στα μέρη μας;

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Καλώς τους … καλώς τους. Ελάτε, κοπιάστε, καθήστε να τα πούμε. Έχω ευχάριστα νέα για σας, πολύ ευχάριστα νέα να σας πω. Θα σας κάνω πλούσιους.

Σπύρος

:

Και πώς θα γίνουμε πλούσιοι από τη μια μέρα στην άλλη; Μήπως έχεις το μαγικό ραβδάκι; Εγώ ξέρω ότι τα λεφτά αποκτιούνται με κόπο. Μήπως πας να μας στήσεις καμιά μηχανή;

Μάκης

:

Σταμάτα, βρε Σπυρο, όλο αντιρρήσεις είσαι! Άσε τον άνθρωπο να μας εξηγήσει.

Σταύρος

:

Για πες μας, αφεντικό. Τι πρέπει να κάνουμε, για να πλουτίσουμε;

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Λοιπόν, κύριοι, ακούστε με προσεκτικά. Άνοιξε η τύχη για την πόλη σας. Για σας και τα παιδιά σας. Αποφάσισα να κτίσω ένα εργοστάσιο παρασκευής τσιμέντου στην πόλη σας. Εγώ θα βάλω τα ωραία μου λεφτά για να κτίσω το εργοστάσιο και σεις θα έχετε δουλειά καθημερινά. Μεροκάματο καλό! Άνοιξε η τύχη σας σας λέω!

Χάρης

:

Δηλαδή, θα δουλεύουμε κάθε μέρα στο εργοστάσιο και θα παίρνουμε ένα καλό μεροκάματο; Θα πάψουμε, δηλαδή, να δουλεύουμε στα χωράφια μας μες στη βροχή, το κρύο και το λιοπύρι; Δουλεύουμε χρόνια τώρα τα χωράφια μας και προκοπή δε βλέπουμε. Καλή η πρότασή σου, αφεντικό. Εγώ είμαι σύμφωνος.

Κωστής

:

Ως πότε κακιά ζωή μες στη βροχή και στις λάσπες. Αν γίνει το εργοστάσιο θα δουλεύουμε το οχτάωρό μας και μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει θα πέφτει το παραδάκι. Συμφωνώ και ’γω με την πρότασή σου αφεντικό.

Σπύρος, Μάκης, Σταύρος

:

Ε … και μεις συμφωνούμε. Καλά που ήρθε αυτός ο άγιος άνθρωπος να κτίσει το εργοστάσιο στην πόλη μας. Να χορτάσει ψωμάκι η φαμελιά μας.

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Ωραία, λοιπόν … Είμαστε σύμφωνοι. Μένει ακόμα να συμφωνήσει και ο δήμαρχός σας και σε λίγες μέρες με το καλό ξεκινούν οι εργασίες.

(Μπαίνει ο Ανέστης – οικολόγος)

 

Ανέστης

:

Γεια σας, φίλοι μου. Σοβαρή συζήτηση βλέπω έχετε πρωί πρωί. Ααααχ! Σε ευλογημένο τόπο ζούμε. Όλα γύρω ευωδιάζουν! Δέντρα καταπράσινα, γεμάτες λούλουδα οι αυλές. Και το αεράκι μοσχομύριστο! Ανασαίνεις και γεμίζουν τα στήθια σου οξυγόνο… Ποιος είναι ο κύριος; Πώς από τα μέρη μας;

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Τσιμεντοκάνης, Παρασκευάς Τσιμεντοκάνης … εργοστασιάρχης από την πρωτεύουσα … χάρηκα πολύ.

Ανέστης

:

Και γω χαίρομαι, κύριε εργοστασιάρχη μου. Και τι γυρεύει η αφεντιά σου στην πόλη μας; Για διακοπές ήρθες; Πρέπει να ξέρεις  ότι ο τόπος μας είναι ο καλύτερος για διακοπές. Καταπράσινο περιβάλλον, καθαρός αέρας και πεντακάθαρες ακτές! Ευλογία θεού!

Σπύρος

:

Όχι, βρε Ανέστη, δεν ήρθε για διακοπές ο άνθρωπος. Να κτίσει στην πόλη μας εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου ήρθε. Να δούμε και μεις μια άσπρη μέρα!

Ανέστης

 

 

 

Μάκης

 

Ανέστης

:

Αν είναι να κτίσει εργοστάσιο στην πόλη μας, σας πληροφορώ πως άσπρη μέρα δε θα δείτε… μάλλον μαύρη και άραχνη θα δείτε.

 

Γιατί, βρε Ανέστη, τα βλέπεις όλα τόσο μαύρα;

 

Γιατί δεν είναι ο τόπος μας για εργοστάσια. Θα καταστρέψουμε την ομορφιά της πόλης μας, τα δέντρα, τα λουλούδια, τον καθαρό αέρα τις καθαρές ακτές μας. Ο τόπος μας χρειάζεται ελεγχόμενη, ήπια τουριστική ανάπτυξη και όχι βιομηχανική.

Χάρης

:

Τι λες, βρε Ανέστη! Να χάσουμε τέτοια ευκαιρία! Θα πλουτίσει η πόλη μας! Θα γίνει παντού γνωστή. Εμείς, πάντως, συμφωνήσαμε με τον κύριο Τσιμεντοκάνη. Δεχτήκαμε την πρότασή του. Να' ρθει και ο δήμαρχος να συμφωνήσει κι αυτός, να τελειώνουμε. Δεν πρέπει να χάσουμε τέτοια ευκαιρία!

Ανέστης

:

Γιατί, βρε πατριώτες! Τώρα περνούμε άσχημα; Η ζωή μας περνάει μια χαρά. Δουλεύουμε στα χωράφια μας και βγάζουμε τα έξοδα της χρονιάς. Και από το Μάη ως τον Οκτώβρη νοικιάζουμε και κανένα δωμάτιο στους τουρίστες που μας επισκέπτονται και συμπληρώνουμε το εισόδημά μας. Γιατί θέλετε το εργοστάσιο; Θέλετε να καταστρέψουμε αυτό το πανέμορφο περιβάλλον. Εγώ δε συμφωνώ με την πρόταση του κυρίου Τσιμεντοκάνη και σας προειδοποιώ ότι θα το μετανιώσετε.

Κωστής

:

Έλα, μωρέ Ανέστη, με τις αντιρρήσεις σου! Όλο την καταστροφή φέρνεις! Α… να … έρχεται και ο δήμαρχός μας.

Δήμαρχος

:

Καλημέρα σας … καλημέρα σας. Πρωί πρωί βλέπω στήσατε το κουβεντολόι. Και … ο κύριος ποιος είναι; Πρώτη φορά τον βλέπω στα μέρη μας.

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Τσιμεντοκάνης … Παρασκευάς Τσιμεντοκάνης… εργοστασιάρχης από την πρωτεύουσα. Τα σέβη μου.

Δήμαρχος

:

Και ποιος καλός αέρας σας έφερε στην Ανθούπολη, την όμορφη πόλη μας, κύριε Τσιμεντοκάνη;

Ανέστης

:

Σε λίγο καιρό δε θα τη λέμε Ανθούπολη την πόλη μας. Τσιμεντούπολη θα τη λέμε!

Σταύρος

:

Ο κύριος Τσιμεντοκάνης, κύριε δήμαρχε, θα κτίσει στην πόλη μας ένα σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Μας έφεξε σας λέω!

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Ναι κύριε δήμαρχε, έτσι είναι. Είναι πολύ καλό για την πόλη σας. Ό,τι καλύτερο μπορούσε να τύχει για σας. Γι’ αυτό ζητώ και την άδειά σας να αρχίσουμε τις εργασίες.

Δήμαρχος

:

Α… έτσι λοιπόν. Εσείς τι λέτε, πατριώτες; Συμφωνείτε με την πρόταση του κυρίου Τσιμεντοκάνη;

Σταύρος

:

Ναι … ναι … συμφωνήσαμε αμέσως. Μόνο ο Ανέστης έχει κάποιες μικροαντιρρήσεις … αλλά τώρα τον ξέρετε τον Ανέστη πόσο καχύποπτος είναι. Θα καταστραφεί, λέει, με το εργοστάσιο το φυσικό μας περιβάλλον και άλλες τέτοιες ανοησίες.

Δήμαρχος

:

Α … δε θέλω να ακούω τέτοια. Προέχει η οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Η βιομηχανική μας ανάπτυξη, για να ’χουν αύριο τα παιδιά μας δουλειά. Θα αναπτυχθεί η πόλη μας και αυτό θα είναι για το καλό όλων μας. Συμφωνώ και ’γω με την πρόταση του κυρίου Τσιμεντοκάνη. Από αύριο κιόλας, κύριε, μπορείτε να αρχίσετε τις εργασίες.

(Πλησιάζει ο δήμαρχος τον κ. Τσιμεντοκάνη, τον παίρνει παράμερα και του μιλάει κρυφά)

 

 

 

… Δε μου λέτε, κύριε Τσιμεντοκάνη, στα εγκαίνια του εργοστασίου θα παρευρίσκεται και ο υπουργός Βιομηχανίας και ανάπτυξης;

κ. Τσιμεντοκάνης

:

Και βέβαια, κύριε δήμαρχε … άλλωστε, ο υπουργός είναι φίλος μου.

Δήμαρχος

:

Α … μπράβο … ωραία! Μεγάλη μου τιμή να βρεθώ δίπλα στον υπουργό. Θα μας δείξουν όλα τα κανάλια … μπράβο … μπράβο … θα γίνουμε γνωστοί σ’ όλη τη χώρα. Θα μάθουν όλοι πόσο εμείς, εδώ στην Ανθούπολη, αγαπούμε την πρόοδο.

Όλοι

:

Μπράβο, κύριε δήμαρχε. Είσαι ο καλύτερος δήμαρχος. Θα σε εκλέξουμε σίγουρα και την άλλη τετραετία δήμαρχο της Ανθούπολης.

Ανέστης

:

… Της Τσιμεντονεφούπολης θέλετε να πείτε. (φεύγει)

 

 

Όλοι (τραγουδούν)

:

Γιούπι γιάγια γιούπι γιούπι για

Εργοστάσιο θα κτίσουμε παιδιά

θα ’χουμε πάντα δουλειά

θα ’χουμε πάντα λεφτά                                 δις

και θα ζούμε, θα ζούμε μια χαρά

 

Γιούπι γιάγια γιούπι γιούπι για

εργοστάσιο θα κτίσουμε παιδιά

κι αν θα έχουμε βρομιά

καυσαέρια πολλά                                          δις

δε μας νοιάζει, δε μας νοιάζει μια σταλιά

 

Γιούπι γιάγια γιούπι γιούπι για

τον Ανέστη μην ακούτε, βρε παιδιά

θέλουμε πολλά λεφτά

δε μια νοιάζει η βρομιά                                  δις

εργοστάσιο θα κτίσουμε παιδιά

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ Β΄

Σκηνικό: Μια μεγαλούπολη γεμάτη νέφος και καυσαέρια. Ακούγεται μουσική και μπαίνει στη σκηνή ο τσαλαπετεινός-αφηγητής.

 

Τσαλαπετεινός

 (αφηγητής)

:

Τσαλαπίν τσαλαπίν τσαλαπίν...

Έτσι, αγαπητοί μου, ο κύριος Τσιμεντοκάνης κατάφερε να πείσει τους κατοίκους και το δήμαρχο της όμορφης Ανθούπολης να κτίσει το εργοστάσιό του. Το εργοστάσιο που έμελε να γίνει το χτικιό της πόλης.

Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια. Το εργοστάσιο που κτίστηκε στην άκρη της πόλης, δίπλα στη θάλασσα, μόλυνε καθημερινά τον καθαρό αέρα με δηλητηριώδη αέρια που έβγαιναν από ’να θεόρατο φουγάρο. Το νέφος κάθησε πάνω από την πόλη και δεν έλεγε να φύγει. Πού να πάει άλλωστε, αφού εκεί έβρισκε καθημερινά «πλούσια τροφή»;

Τα απόβλητα του εργοστασίου μόλυναν και τη γαλάζια θάλασσα. Στις χρυσαφένιες παραλίες της πόλης στήθηκαν κι άλλα εργοστάσια και η ζωή στην πόλη έγινε αφόρητη. Χιλιάδες αυτοκίνητα κινούνταν καθημερινά στους δρόμους της πόλης, ρύπαιναν με τις εξατμίσεις τους το περιβάλλον και η κατάσταση ήταν σκέτη απελπισία. Οι τουρίστες σταμάτησαν να έρχονται για διακοπές. Τι να κάνουν, άλλωστε, σε μια πόλη που όλα ήταν μολυσμένα και τη βρομιά την έβλεπες παντού;

Η Ανθούπολη έγινε Τσιμεντονεφούπολη! Το φουγάρο του εργοστασίου, το νέφος, η ρύπανση και η μόλυνση ήταν οι πιο ευτυχισμένοι κάτοικοι της πόλης. Κυκλοφορούσαν καθημερινά στην πόλη όλο χαμόγελο και ευχαρίστηση και απολάμβαναν τη βρομιά της! Τσαλαπίν τσαλαπίν

γκουχ γκουχ πα πα πα βρομιά (φεύγει)

( μπαίνουν στη σκηνή η Ρύπανση και η Μόλυνση (μουσική)

κυρα-Μόλυνση

:

Είμαι η κυρα-Μόλυνση!

Με ζήλο υπερβάλλον

μολύνω καθετί στη γη

το κάθε περιβάλλον.

Μ’ αρέσουν οι πολλές βρομιές

σκουπίδια, ακαθαρσίες

κι όλο μπροστά σας μ’ έχετε

στους δρόμους, στις πλατείες

 

κυρα-Ρύπανση

:

Η κυρα-Ρύπανση είμαι γω

παντού σκορπίζω το κακό,

της μόλυνσης είμαι αδερφή

Βρομιές σκορπούμε και οι δυο

Αχ, τις λατρεύω τις βρομιές

σε δρόμους και στις γειτονιές!

Έχω φίλους τρομερούς

φοβερούς και βρωμερούς.

Το νέφος έχω για κουμπάρο

κι άντρα το φουγάρο

κι όταν κοντά σας θα βρεθώ

αρρώστιες σας τρατάρω.

Ρυπαίνω όπου κι αν περνώ

στεριά, αέρα και νερό

Είμαι η κυρά Μόλυνση

η φοβερή η λάμια

ρυπαίνω θάλασσες, βουνά

τις λίμνες, τα ποτάμια

 

Μαζί

:

Ζούμε μαζί σας καθημερινά

παντού πάνω στη γη

αρρώστιες και βρομιές

σκορπίζουμε μαζί.

Για μας οι άνθρωποι μιλούν

σ’ αίθουσες, σε γραφεία

συνεδριάζουν υπουργοί

μέσα στα υπουργεία.

Εμείς τα βλέπουμε αυτά

γελούμε και σωπαίνουμε

εσείς στα λόγια μένετε

και μεις συνέχεια ρυπαίνουμε.

 

(Φεύγουν και μπαίνουν το νέφος και το φουγάρο-μουσική)

 

Φουγάρο

:

Είμαι φουγάρο

καπνίζω, καπνίζω

το νέφος ταΐζω

τον ουρανό μαυρίζω.

Είμαι φουγάρο

καπνίζω, καπνίζω

και τους ανθρώπους

μ’ αρρώστιες θερίζω.

Είμαι φουγάρο κι έχω κουμπάρο

το μαύρο το χάρο.

Εγώ τη ζωή θα σας πάρω!

 

Νέφος

:

Είμαι το νέφος

ρυπαίνω ρυπαίνω

καπνούς καυσαέρια

ποτέ δε χορταίνω.

Καπνοδόχους, φουγάρα

εξατμίσεις, τσιγάρα

πολύ τ' αγαπώ

αυτά με κάνουν δυνατό

μαύρο τέρας τροφαντό.

 

Είμαι το νέφος

βρομίζω βρομίζω

με δάκρυ το μάτι σας

γεμίζω γεμίζω.

Σας βλέπω που κλαίτε

κι η μαύρη ψυχή μου

πολύ το φχαριστιέται.

Βρομιές και καπνίλα

το περιβάλλον γεμίζω

Είμαι το νέφος

αρρώστιες χαρίζω.

Γκουχ γκουχ γκουχ

τα σωθικά σας μαυρίζω.

 

 

      ΣΚΗΝΗ Γ’

(μπαίνουν τα παιδιά-μουσική)

Παιδί Α΄

:

Πάει η καλή μας πόλη

αυτή που ξέραμε από καιρό

την έχουμε ξεχάσει όλοι

τώρα είναι ένα χτικιό.

 

Παιδί Β΄

:

Γκουχ και γκουχ ολημερίς

θα πεθάνουμε νωρίς.

Η ζωή μας έγινε μαρτύριο

το νέφος είναι δηλητήριο.

 

Παιδί Γ΄

:

Δεν έχουμε πεζόδρομους

δεν έχουμε αυλές

ζούμε σε τσιμεντόκουτα

ζούμε σε φυλακές

 

Παιδί A’

:

Πάει το καθάριο αεράκι

Πάνε και τα καθαρά νερά

όλα είναι μολυσμένα

δηλητήρια φαρμακερά

 

Παιδί B’

:

Καταστράφηκε το περιβάλλον

δέντρα, αέρας και νερά

η ρύπανση στην πόλη

μας τρώει τα σωθικά.

 

Παιδί Γ’

:

Τσιμέντο, παντού τσιμέντο

δρόμοι, σπίτια και γιαπιά

η ζωή μας τσιμεντένια

κι όλα είναι μια βρομιά.

(Φεύγουν τα παιδιά και μπαίνουν τα ζώα-μουσική)

Κότα

:

Κοκοκό κόκο κόκο κο

τι κακό είναι τούτο δω!

Δεν μπορώ να ανασάνω

μου φαίνεται πως θα πεθάνω

Απ’ το νέφος τη βρομιά

μαύρα τα γεννώ τ' αυγά!

Δεν αντέχω, δε βαστώ

θα φύγω θα φύγω από δω.

Θα πάω σ’ άλλη πόλη

που ’χει περιβάλλον καθαρό.

 

Χελιδόνι

:

Τσίρι τσίρι τσιριτρό

θέλω περιβάλλον καθαρό.

Στην τσιμεντούπολη αυτή

μαύρη έγιν’ η ζωή.

Η άνοιξη σ’ αυτή την πόλη

φέτος δε θα ’ρθει

θα φύγω και θα πάω

πίσω εκεί στην Αφρική.

Τσίρι τσίρι τσιριτρό

θέλω περιβάλλον καθαρό.

Διώξτε το νέφος, τη βρομιά

να ’χουμε υγεία και χαρά.

 

Κόκορας

:

Κικιρίκι! κικιρίκι!

Είμαι κόκορας εγώ

και είμαι στο κοτέτσι αφεντικό.

Όμως σ’ αυτή εδώ την πόλη

άλλο δεν μπορώ να ζω.

Θα πάρω τη γλυκιά κοτούλα

και θα φύγω από ’δω

Κικιρίκι! κικιρίκι!

 

Γάτος

:

Νιάου νιάου νιάου νια

δεν αντέχω άλλο πια

μες στο νέφος, στη βρομιά.

Την τσιμεντούπολη θ’ αφήσω

σ’ άλλη πόλη για να ζήσω.

Να 'χει περιβάλλον καθαρό

καταπράσινο, υγιεινό.

Νιάου νιάου νιάου νια

δεν αντέχω άλλο πια

μες στο νέφος, στη βρομιά.

 

Σκύλος

:

Γαβ γαβ γαβ γαβ

κότες, χελιδόνια και γατιά

όλα τα ζώα τα πουλιά

ζούμε μέσα στη βρομιά.

Να … κοιτάξτε …

χιλιάδες αυτοκίνητα περνούν

τόνους καυσαέρια πετούν.

Να τα υποφέρεις δεν μπορείς

πώς ζούνε οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη

είναι ν’ απορείς!

 

Όλα μαζί τα ζώα

:

Σ’ αυτή τη βρόμικη την πόλη

δεν μπορούμε πια να ζούμε

γεια σας, όλους σας χαιρετούμε.

Φεύγουμε παρέα ξεκινάμε

σ’ άλλη πόλη μακρινή να πάμε

δίχως νέφος και βρομιά

να βρούμε την υγειά μας, τη χαρά.

 

 

ΣΚΗΝΗ Δ’

 μπαίνουν ο σπάρος και η μαρίδα-μουσική

 

Σπάρος

:

Βρόμισε η θάλασσα

η ακρογιαλιά

πετρέλαια, απόβλητα

μολύνουν τα νερά.

Εγώ ο σπάρος σας το λέω

δεν είναι μυστικό

τα ψάρια τα σκοτώνει

το βρόμικο νερό.

Γι’ αυτό με βιάση κολυμπώ

και ψάχνω για να βρω

θάλασσα να ζήσω

με καθαρό νερό.

 

Μαρίδα

:

Είμαι είμαι η μαρίδα

τόση μόλυνση, βρομιά

στη ζωή δεν ξαναείδα

Τι ’ναι τούτο το κακό!

Απόβλητα, σκουπιδαριό

στη θάλασσα σωρό.

Και 'γω, η μικρούλα η μαρίδα

φεύγω, ξεκινώ χωρίς πυξίδα

σ’ άλλη θάλασσα να βρω πατρίδα.

Φεύγω … Οχ! να 'τη φτάνει

η ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΚΗΛΙΔΑ!

 

(Μπαίνει η πετρελαιοκηλίδα και τα δύο ψαράκια κουρνιάζουν στη γωνιά-μουσική)

Πετρελαιοκηλίδα

:

Είμαι η πετρελαιοκηλίδα.

Μαύρη κι άραχνη κηλίδα

μες στις θάλασσες γυρνώ

και μολύνω το νερό.

Τα ψαράκια που με βλέπουν

τρέχουν, τρέχουν να κρυφτούν

γιατί στα δίχτυα μου αν πέσουν

θα ψοφήσουν, θα χαθούν.

Τ' αεράκι που φυσά

με πάει στην ακρογιαλιά.

Μαύρα, μολυσμένα τα νερά

απαγορεύω το κολύμπι

σε μεγάλους, σε παιδιά!

Φεύγω τώρα. Άντε γεια

πάω να μολύνω …

και σ’ άλλα μέρη τα νερά.

 

Σπάρος

:

Φεύγουμε και μεις

τα δυο μας ξεκινάμε

σ’ άλλη πεντακάθαρη

θάλασσα να πάμε

 

Μαρίδα

:

Παπαπά! Παπαπά!

τέτοια λάμια φοβερή

σαν την πετρελαιοκηλίδα

στη ζωή δεν ξαναείδα.

Φεύγουμε, τα δυο μας ξεκινάμε

σ’ άλλη θάλασσα να πάμε.

 

 

ΣΚΗΝΗ Ε’

Φεύγουν τα ψάρια και μπαίνει ο αφηγητής.

Σκηνικό: η ίδια βρόμικη μεγαλούπολη κι ένα σπιτάκι με ένα γέρικο πράσινο δέντρο στην αυλή του.

 

Τσαλαπετινός

(αφηγητής)

:

Αχ! Αυτό ’ναι μαρτύριο αγαπητοί μου. Να μην μπορείς να ζήσεις ούτε στιγμή στον τόπο που αγαπάς. Ζώα, πουλιά, ψάρια έφυγαν όλα από την Τσιμεντονεφούπολη. Ούτε κελάηδημα πουλιού ούτε γκάρισμα γαϊδάρου άκουγες πια!

Μόνο οι άνθρωποι έμειναν στην πόλη. Ζούσαν μέσα στο νέφος και στη βρομιά χωρίς να νοιάζονται και πολύ.

Μόνο τα παιδιά της Τσιμεντονεφούπολης νοιάζονταν και προσπαθούσαν για την καθαριότητα της πόλης. Τι να κάνουν όμως και τα παιδιά, αν δε θέλουν οι μεγάλοι;

Ώσπου μια μέρα η Περσεφόνη, ένα ζωηρό και έξυπνο κοριτσάκι, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή το τολμηρό σχέδιο που είχε από καιρό στο μυαλό της.

Για να δούμε! Τι σκαρφίστηκε η Περσεφόνη!

 

 (Φεύγει ο αφηγητής και μπαίνει η Περσεφόνη αναστατωμένη και βήχοντας-μουσική)

Περσεφόνη

:

Είμαι πολύ αγριεμένη

φουρκισμένη, θυμωμένη!

Και ξέρετε γιατί, παρακαλώ;

Γιατί το νέφος το χτικιό

δε μ’ αφήνει ν’ ανασάνω.

Δεν ξέρω πλέον τι να κάνω!

Γκουχ! γκουχ! γκουχ!

Γύρω μου μονάχα κτήρια

τσιμεντένια μεγαθήρια.

Παντού τσιμέντο και βρομιά

νέφος και δυσωδία …

Αλήθεια, πως ζουν οι άνθρωποι

σ’ αυτή την πολιτεία;

 

(Σταυροκοπιέται)

 

 

Θεός φυλάξοι! Χριστός και Παναγία!

Πουθενά ένα δεντρί

ούτε πράσινο κλαρί.

Μόνο τούτο το δεντράκι

η καλή μου η φτελιά

μας χαρίζει λιγοστή δροσιά.

Κάτι πρέπει να κάνω, κάτι πρέπει να σκεφτώ…

(Κοντοστέκεται και ξύνει το κεφάλι της)

 

 

Α, το βρήκα, το βρήκα

στη φτελιά, στα κλαδιά θα ανεβώ

κι από κει δε θα κατεβώ,

αν ο δήμαρχος την πόλη

δεν την κάνει όπως παλιά

δίχως νέφος και βρομιά

σας το λέω και το υπογράφω

θα μείνω για πάντα εκεί ψηλά.

(Μπαίνει η μάνα της Περσεφόνης)

Μάνα

:

Περσεφόνη! Τι κάνεις, παιδάκι μου; Πού πας να ανεβείς εκεί πάνω; Τι είσαι; Χελιδόνι είσαι και θα ανεβείς πάνω στο δέντρο να μείνεις για πάντα εκεί;

(Η Περσεφόνη σκαρφαλώνει στο δέντρο και φωνάζει)

Περσεφόνη

:

Άνθρωποι, καλοί μου άνθρωποι! Κάτοικοι της Τσιμεντονεφούπολης! Πώς μπορείτε και ζείτε σ’ αυτή τη βρόμικη πόλη; Γιατί δεν κάνετε κάτι να καλυτερέψει η ζωή σας και η ζωή των παιδιών σας;

Εγώ πάντως σας το λέω και το υπογράφω. Δεν κατεβαίνω από το δέντρο αν δεν δεσμευτεί ο δήμαρχος ότι θα μεταφέρει τα εργοστάσια μακριά από την πόλη μας και ότι θα φυτέψει δέντρα, πολλά δέντρα και λουλούδια.

Αμέσως τώρα απαιτώ

να 'ρθει ο δήμαρχος εδώ.

Κι όποιος από σας τολμήσει

τη σκάλα αυτή να ανεβεί

να το ξέρει στην κεφάλα

θα του κάνω το πιπί!

(Μπαίνει ο εφημεριδοπώλης)

Εφημεριδοπώλης

:

Έκτακτο παράρτημα! Ένα κοριτσάκι, η Περσεφόνη, ανέβηκε στα κλαδιά του δέντρου της αυλής της και απειλεί πως θα μείνει για πάντα εκεί, αν δεν ξεβρομίσουμε την πόλη μας. Έκτακτο παράρτημα!

Μάνα

:

Περσεφόνηηη! Φοοόνη! Τι θέλεις, παιδάκι μου, εκεί πάνω; Θα πέσεις και θα τσακιστείς. Κατέβα, κατέβα, σε παρακαλώ.

Περσεφόνη

:

Δεν κατεβαίνω, δεν κατεβαίνω

Εδώ θα μείνω, δε θα κατεβώ

το δήμαρχο αμέσως

αν δε μου φέρετε εδώ!

Μάνα

:

Περσεφόνη, θα κατέβεις

εκεί ψηλά θα ζαλιστείς

θα πέσεις και θα τσακιστείς

Περσεφ.

:

Δεν κατεβαίνω! Δεν κατεβαίνω!

Εφημεριδοπώλης

:

Περσεφόνη, κατέβα από κει και θα σου δίνω κάθε μέρα τζάμπα εφημερίδες να διαβάζεις, να μαθαίνεις τα νέα.

Περσεφ.

:

Δεν κατεβαίνω και τις εφημερίδες σου δεν τις θέλω, γιατί δε γράφουν και δεν κάνουν τίποτα για να σωθεί η πόλη μας απ’ το νέφος και τη βρομιά. Εγώ θέλω να ’ρθει εδώ, τώρα αμέσως,  ο δήμαρχος… αυτοπροσώπως!

Μάνα

:

Δήμαρχεεε! Κυρ δήμαρχεεε! Έλα σε παρακαλώ, το χάνω το κορίτσι μου, τη Περσεφόνη. Φοοοόνη, κατέβα σε παρακαλώ!

(Έρχεται ο δήμαρχος ανήσυχος και θυμωμένος)

Μάνα

:

Κυρ δήμαρχε, η κόρη μου η Περσεφόνη ανέβηκε στο δέντρο και δεν κατεβαίνει με τίποτα. Μα με τίποτα σας λέω.

Δήμαρχος

:

Τιιι; Δεν κατεβαίνει; Και τι παριστάνει εκεί πάνω το παλιοκόριτσο; Το πουλάκι;

Κατέβα κάτω γρήγορα, παλιοκόριτσο, γιατί θα σε πιάσω και θα σου βγάλω το μαλλί σου τρίχα τρίχα. Αμάν πια!

Περσεφ.

:

Δεν κατεβαίνω, δεν κατεβαίνω, δεν κατεβαίνω.

Δήμαρχος

:

Θα κατέβεις και θα πεις κι ένα τραγούδι.

Περσεφ.

:

Δεν κατεβαίνω και τραγούδι δε σου λέω!

Θα κατεβώ μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα κάνεις όλα αυτά που είναι γραμμένα σ’ αυτό το χαρτί. Πάρτο να το διαβάσεις δυνατά και να ξέρεις ότι αυτά που γράφει είναι αιτήματα και απαίτηση όλων των παιδιών της πόλης.

(Ο Δήμαρχος ξεροβήχει και διαβάζει δυνατά)

Δήμαρχος

:

Κύριε δήμαρχε, τα παιδιά της πόλης απαιτούμε:

1.  Να μεταφερθούν όλα τα εργοστάσια μακριά από την πόλη μας, σε μέρος που θα ρυπαίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο.

2.  Να αναγκάσεις τους εργοστασιάρχες να εγκαταστήσουν στα εργοστάσιά τους βιολογικό καθαρισμό και να τοποθετήσουν φίλτρα καθαρισμού.

(ξεροβήχει)

3. Οι κάτοικοι της πόλης να χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους περισσότερο τα ποδήλατα και τα μέσα μαζικής μεταφοράς και να περιορίσουν τις μετακινήσεις με τα αυτοκίνητά τους.

4. Να φτιάξεις πολλές παιδικές χαρές και πάρκα για να παίζουμε εμείς τα παιδιά.

5.  Να φυτέψεις δέντρα, πολλά δέντρα και λουλούδια, για να γίνει η πόλη καταπράσινη όπως παλιά και να την ονομάσουμε και πάλι Ανθούπολη.

Αυτά κύριε δήμαρχε κι αν δεν τα κάνεις να ξέρεις πως θα ξεσηκωθούμε όλα τα παιδιά της πόλης και τότε αλίμονό σου!

(Ξεροβήχει με ύφος πονηρό)

 

 

Ε, γι’ αυτό, Περσεφόνη μου, είσαι εκεί πάνω και δεν κατεβαίνεις; Μη φοβάσαι, εγώ τα’ αγαπώ τα παιδιά της πόλης και ότι θέλουν θα τους το κάνω. Σου υπόσχομαι λοιπόν ότι όλα τα αιτήματά σας γίνονται δεκτά και σε λίγο καιρό θα τα ικανοποιήσω.

Κατέβα, λοιπόν, τώρα μην πάθει και η μάνα σου κανένα εγκεφαλικό!

Περσεφ.

:

Υπόσχεσαι ότι όλα όσα ζητούμε θα μας τα κάνεις; Φιλάς σταυρό;

Δήμαρχος

:

Και βέβαια Περσεφόνη. Αλίμονο, σου δίνω το λόγο της τιμής μου!

Περσεφ.

 

 

 

 

 

 

 

Όλα μαζί τα παιδιά:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    

:

Εντάξει, κατεβαίνω. Όμως, δήμαρχε, να ξέρεις ότι έτσι και μας κοροϊδέψεις, θα ’χεις να κάνεις με μας τα παιδιά!

 

(κατεβαίνει από το δέντρο, τρέχουν όλα τα παιδιά κοντά της και την αγκαλιάζουν)

 

Δήμαρχε, κυρ δήμαρχε, και όλοι οι μεγάλοι

Ακούστε τα παιδιά σας, σας λένε το σωστό

Ακούστε μας και βάλτε το καλά μες στο μυαλό

Θέλουμε να ζήσουμε άνθρωποι και ζώα

Σε περιβάλλον καθαρό ανθρώπινο υγιεινό!

 

(Όλα μαζί τα παιδιά τραγουδούν το τραγούδι «Ν’ αγαπάς» του Π. Θαλασσινού από το διπλό CD «Στης καρδιάς μου τ’ ανοιχτά»  ):

 

«Ν’ αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα/ τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους

Τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα/ και πολύ ν’ αγαπάς τους ανθρώπους  

Να αγαπάς να ξυπνάς και να χαίρονται/ στη δική σου γαλήνη και κείνα

Που μ’ αγάπη όλου’ φωτίζουνε/ και βλασταίνουν αμάραντα κρίνα

Ν’ αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα….»

 

 

ΠΗΓΗ:

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

www.TheatroEdu.gr

e-mail: theatro@TheatroEdu.gr

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006