Γάμος στο νησί

  Νίκος Ταμάσιος

Tamasios@hotmail.com

Ιανουάριος 2006

 

Πρόσωπα:

Τελάλης Α
Τελάλης Β
Τελάλης Γ

Ρωμαίος

Ιουλιέτα

Καπουλέτος

Αγλαΐτσα 

Κοπέλα Α

Κοπέλα Β

Κοπέλα Γ

Κοπέλα Δ

Δημοσιογράφος

Κινηματογραφιστής

Χορός

 

Η σκηνή διαδραματίζεται στη πλατεία κάποιου νησιού μπροστά από μια παραλιακή ταβέρνα όπου κόσμος πηγαινοέρχεται και κάποιοι κάθονται στα τραπεζάκια.

 

Τελάλης Α: Ακούσατε, ακούσατε.

Τελάλης Β: Ακούσατε, ακούσατε.

Τελάλης Α: Το είπα ήδη αυτό.

Τελάλης Β: Ναι, αλλά ήταν δική μου ατάκα. Ακούσατε, ακούσατε.

Τελάλης Α: Κυρίες και κύριοι.

Τελάλης Β: Και μικρά παιδιά.

Τελάλης Γ: Σκυλάκια και γατιά.

Τελάλης Β: Και λοιπά ζώα μεγάλα και μικρά.

Τελάλης Α: Δίποδα, τρίποδα, και τετράποδα.

Τελάλης Γ: Υπάρχουν τρίποδα ζώα;

Τελάλης Α: Ναι, οι πολιτικοί όταν γεράσουν και πάρουν μπαστούνι.

Τελάλης Β: Ακούσατε, ακούσατε σ’ ανατολή και δύση.

Τελάλης Γ: Μέγας γάμος στο νησί μας θα γενεί. Ο μέγας άρχοντας Καπουλέτος την κόρη του θα παντρέψει.

Τελάλης Β: Κι όλο το νησί στη χαρά αυτή θα πιει και θα χορέψει.

 

Χορευτικό

(Ελαφρύς χαρούμενος χορός)

 

Χορός: Ουδέν καλό αμιγές κακού, και κακό δεν γίνεται χωρίς καλό. Χαρά στη λύπη και λύπη στη χαρά μιας κι η νύφη άλλον αγαπά. Άλλον της δίνει ο κύρης της κι άλλον η καρδιά προστάζει.

 

Ο χορός μένει στη σκηνή παγωμένος. Καθώς μπαίνουν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα.

 

Ιουλιέτα: Ω, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;   

Ρωμαίος: Αχ Ιουλιέτα, Ιουλιέτα... Γιατί να είμαι ο Ρωμαίος;  

Ιουλιέτα: Ω γλυκέ μου Ρωμαίο, τι ωραία που επαναλαμβάνεις τα λόγια μου. Με τι χάρη και εξυπνάδα λες ό,τι λέω και πόσο όμορφα, αν παντρευόμασταν, θα έκανες ό,τι λέω.

Ρωμαίος: Ναι;

Ιουλιέτα: Ναι, γλυκέ μου άρχοντα, καμάρι της καρδιάς μου και δούλε της ποδιάς μου.  

Ρωμαίος: Ναι;

Ιουλιέτα: Ω, τι γλυκό που είναι στα χείλη σου το ναι.

Ρωμαίος: Ναι;

Ιουλιέτα: Ναι, αγαπημένε μου, γλυκό, κουτό μου αγόρι.

Ρωμαίος: Κρίμα δεν είναι αγάπη μου, εσύ τόσο να μ’ αγαπάς κι ο κύρης σου καθόλου. Αφού να φανταστείς ούτε στο γάμο σου δε μ’ έχει καλεσμένο γιατί οι φαμίλιες μας έχουνε, λέει, έχτρα χρόνων πολλών. Διακόσια χρόνια κι ακόμα παραπάνω.

 

Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα παγώνουν καθώς αρχίζει η κίνηση του χορού.

 

Χορός: Ω, δύστυχα παιδιά θύματα της έχτρας των γονιών. Κρυφτείτε φύγετε πριν κι άλλα κακά πέσουν στα κουτά σας κεφαλάκια. Ο άρχοντας Καπουλέτος έρχεται κορδωτός – κορδωτός σαν κόκορας χρωματιστός.

Ρωμαίος: Έλα, πουλάδα της καρδιάς μου, άσε το χέρι μου ελεύθερο να φύγω καθώς με περιμένει ο κύρης μου τη βάρκα για να μπογιατίσω.

Ιουλιέτα: Στο καλό να πας, αγάπη μου, και γω στη μάνα μου θα πάω. Με περιμένει το μαύρο νυφικό μου να προβάρω.

 

Μπαίνει ο Καπουλέτος.

 

Καπουλέτος: Κυρά Αγλαΐτσα! Κυρά Αγλαΐτσα!

Αγλαΐτσα: Όρισε, άρχοντα Καπουλέτο. Καλώς ήλθες στην Ταβέρνα μου. Φαντάζομαι, για να ‘ρθεις κατά ‘δω, καλά θα ‘ναι τα μαντάτα.

Καπουλέτος: Καλώς σε βρήκα ,κυρά Αγλαΐτσα. Καλά το μάντεψες για το λόγο της επίσκεψης μου. Καλά είναι τα μαντάτα για το πουγκί σου. Αποφάσισα τους γάμους της μονάκριβης μου να τους κάνω εδώ, στην ταβέρνα σου. Όλο το νησί θα είναι καλεσμένο. Τρις μέρες και τρεις νύκτες θα τρώνε και θα πίνουνε στην υγειά των νεονύμφων. Φρόντισε να ‘χεις μπόλικο κρασί, κρέας λουκάνικα και παστουρμάδες. Να μην πει κανένας φαρμακόγλωσσος πως ο Καπουλέτος τσιγκουνεύτηκε στη χαρά της κόρης του.

Αγλαΐτσα:  Όλο το νησί θα ‘ναι καλεσμένο, άρχοντα μου;

Καπουλέτος: Έλα τώρα, κυρά Αγλαΐτσα, αφού ξέρεις, τι ρωτάς; Αν τολμήσει να πατήσει πόδι κανένας από το γρουσούζικο σόι των Μοντέγων, να βάλεις τους ανθρώπους σου να τους διώξουν αμέσως. Μην τους δουν τα τσιράκια μου και γίνει μακελειό στο γάμο. Ειδικά αυτός ο αλήτης ο Ρωμαίος αν κάνει κατά ‘δω, θα του κόψω τα ποδάρια. Φεύγω τώρα. Πάρε αυτό για προκαταβολή (της ρίχνει ένα πουγκί νομίσματα) και το νου σου. Τα θέλω όλα στην εντέλεια

Αγλαΐτσα: Ευχαριστώ, άρχοντα μου, ευχαριστώ. Στο καλό να πας και μην έχεις έννοια καμιά. Ξέρω καλά τη δουλειά μου. (Καθώς απομακρύνεται ο Καπουλέτος) Μόνο που πρέπει να δω τι θα κάνω μ’ αυτόν το ανεπρόκοπο το Ρωμαίο, μη μου χαλάσει τη δουλειά. Είναι πολλά και τα λεφτά.    

 

Μπαίνει η Ιουλιέτα με τις φίλες της.

 

Κοπέλα Α: Τυχερή που είσαι, Ιουλιέτα. Ο κύρης σου άκουσα ετοιμάζει μεγάλη διασκέδαση στο γάμο σου. Κι ο γαμπρός Ευρωπαίος βέρος, όχι αρχοντοχωριάτης. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες λένε πως θα κρατήσει το γλέντι.

Κοπέλα Β: Άστη, καλέ, παίζεις και συ με το πόνο της. Δε βλέπεις πως δε θέλει αυτόν το γάμο;

Κοπέλα Α: Επειδή είναι τρελή και παλαβή με το Ρωμαίο; Σιγά το κοπέλι.

Κοπέλα Γ: Γιατί, καλέ, τι έχει ο Ρωμαίος;

Κοπέλα Α: Ακριβώς, τι έχει ο Ρωμαίος; Τίποτα. Ενώ ο άλλος;

Κοπέλα Δ: Αλήθεια, πώς είναι ο άλλος;

Κοπέλα Α: Α! Ο άλλος είναι κούκλος. Είναι Ευρωπαίος, όμορφος, ψηλός, δυνατός με αγγελικό πρόσωπο, πάντα περιποιημένος και χαμογελαστός. Αχ, ένα γλυκό χαμόγελο που έχει.

Ιουλιέτα: Εσύ πότε τον είδες; Αφού δεν ήρθε ακόμα στο νησί.

Κοπέλα Α: Σιγά καλέ που πρέπει να ‘ρθει στο νησί για να τον δω. Δεν βλέπετε στα περιοδικά πώς είναι οι Ευρωπαίοι;

Κοπέλα Δ: Τώρα μάλιστα. Μωρή, τρελάθηκες; Αυτοί στα περιοδικά ούτε ένα γάιδαρο δεν ξέρουν να σαμαρώσουν, όχι να στήσουν σπίτι. Η μάνα μου τους λέει «μουρόχαβλους».

Κοπέλα Β: Τι είναι «μουρόχαβλος»;

Κοπέλα Δ: Δεν ξέρω, αλλά πάντως δεν ακούγεται καλό.

Κοπέλα Α: Τι λέτε, μωρέ χωριάτισσες; Στην Ευρώπη δεν έχουν γάιδαρους. Έχουν σπορ αυτοκίνητα.

Κοπέλα Γ: Ο πατέρας μου λέει πως οι Ευρωπαίοι είναι γάιδαροι.   

Ιουλιέτα: Θα αφήσετε επιτέλους τις βλακείες με τους γάιδαρους;

 

Μπαίνει η κυρία Αγλαΐτσα.

 

Αγλαΐτσα: Ε κοπελιές, αφήστε τα πολλά λόγια και δείτε τα πράγματα καθαρά. Οι άντρες,  Ευρωπαίοι, για νησιώτες, για βουνίσιοι δεν είναι καλύτεροι από γάιδαρους. Το γαϊδουράκι το καημένο το φορτώνεις του κόσμου τις δουλειές, τις κάνει χωρίς να βγάλει κιχ, και το βράδυ το κλειδώνεις στο στάβλο του με λίγο άχυρο κι ένα κουβά νερό και ξενοιάζεις. Ούτε μεθά, ούτε ξενυχτά, ούτε πετά τις κάλτσες και τα ρούχα του εδώ και κει, ούτε φωνάζει: «Ρε γυναίκα, κάνε τούτο, κάνε κείνο».

Κοπέλα Β: Κυρά Αγλαΐτσα, δεν είναι καλά τα λόγια σου. Επειδή δεν είσαι συ ευχαριστημένη από τον άντρα σου, δεν πάει να πει πως όλοι οι άντρες είναι χειρότεροι από γάιδαροι.

Αγλαΐτσα: Α ναι; Δεν μου λες, Ιουλιέτα παιδί μου, τώρα που έχεις πρόβλημα, πού είναι ο γάιδαρος σου, συγγνώμη, άντρας σου, για να το λύσει;

Ιουλιέτα: Έχει δουλειά. Σοβαρή.

Αγλαΐτσα: Και ποια δουλειά είναι πιο σοβαρή από το να σώσει τη γυναίκα που αγαπά;

Ιουλιέτα: Βάφει τη βάρκα του κυρού του.      

Αγλαΐτσα: Α! Να πηγαίνω τότε ‘γω κι έχω σοβαρή δουλειά να κάνω. Έχω ένα γάμο να ετοιμάσω.

 

Φεύγει η κυρία Αγλαΐτσα.

 

Κοπέλα Δ: Κοπέλες, έχω μια φοβερή ιδέα. Να δώσουμε στην Ιουλιέτα ένα φάρμακο που θα την κάνει να πέσει ξερή.

Ιουλιέτα: Τι λες, μωρή; Τρελάθηκες;

Κοπέλλα Δ: Όχι, δεν κατάλαβες. Θα πέσεις σαν πεθαμένη, αλλά δεν θα είσαι στ' αλήθεια. Θα σε δουν οι γονείς σου, θα φοβηθούν ότι έχασαν τη μοναχοκόρη τους και θα καταλάβουν ότι έπρεπε να σ' αφήσουν να πάρεις αυτόν που αγαπάς.

Ιουλιέτα: Άστο καλύτερα. Το δοκίμασαν κι άλλοι συνονόματοι και δεν έπιασε.

Κοπέλα Γ: Αν πατούσες πόδι στην τάξη, φιλενάδα, θα ήξερες πως το κόλπο όχι μόνο δεν έπιασε, αλλά και τα παιδιά πέθαναν τελικά στ’ αλήθεια.

Κοπέλα Δ: Σοβαρά;  

Κοπέλα Β: Εγώ έχω μια φοβερή ιδέα. Θα κλέψουμε το Ρωμαίο.

Κοπέλα Α: Τι λες, καλέ; Οι άντρες κλέβουν τις γυναίκες, όχι το ανάποδο.

Κοπέλα Β: Αυτό γινόταν παλιά. Τώρα οι γυναίκες χειραφετήθηκαν και οι μάγκες δεν υπάρχουν πια. Ελάτε κοντά να σας εξηγήσω τις λεπτομέρειες.

 

Οι κοπέλες φεύγουν από τη σκηνή συζητώντας το σχέδιο απαγωγής του Ρωμαίου.

Μπαίνει ο Ρωμαίος φορτωμένος βούρτσες και μπογιές, ενώ από απέναντι έρχεται ο Καπουλέτος.

 

Ρωμαίος: Σε χαιρετώ, σινιόρ Καπουλέτο

Καπουλέτος: Τα Γαλλικά σε μάραναν, αλητήριε.

Ρωμαίος: Με το συμπάθιο, άρχοντα, μα το σινιόρ αγγλικό είναι.

Καπουλέτος: Και πού έμαθες εσύ, βρε τομάρι, τις ξένες γλώσσες; Στο αμπάρι της βάρκας σου;

Ρωμαίος: Πώς δεν ξέρω αγγλικά, κύριε Καπουλέτο; Τόσοι τουρίστες κυκλοφορούν στο Νησί.

Καπουλέτος: Τέλος πάντων, στρίβε τώρα. Όσο σε βλέπω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και δε θέλω να λερώσω τα χέρια μου αυτές τις μέρες.

Ρωμαίος: Σινιόρ Καπουλέτο, μιο αμόρε σινιορίτα Ιουλιέτα.

Καπουλέτος: Δεν ξέρω τι είπες για την Ιουλιέτα, αλλά αν την ξαναπιάσεις στο στόμα σου, δε θα προλάβεις να πεις άλλη λέξη.

 

Καθώς φεύγει ο Καπουλέτος από τη μια πλευρά της σκηνής, οι κοπέλες ορμούν από την άλλη, αρπάζουν τον Ρωμαίο και φεύγουν ξανά.

Μπαίνει ο Χορός.             

 

Χορός: Ωιμέ αλί και τρισαλί, ήρθαν τα πάνω κάτω κι ο κόσμος έγινε αυγό μελάτο. Πού ακούστηκε ξανά η νύφη να κλέβει το γαμπρό. Μοιάζει πιο πολύ με χωρατό. Έλα, όμως, που είναι αληθινό. Δεν έγινε ξανά τέτοιο κακό.

Κι ο άρχοντας ο Καπουλέτος έβαλε στον ώμο το παλιό μουσκέτο. Τους άμυαλους νεαρούς παλεύει να ξεκάνει απ’ το θυμό του για να ξεθυμάνει. Τι ντροπή και τι ρεζίλι σαν έρθει το πλοίο κατά το δείλι. Θα ξεφορτώσει δημοσιογράφους κινηματογραφιστές, κανάλια, εφημερίδες κι άλλους του κουτσομπολιού νταήδες.

Περίγελος θα γίνουμε σ’ όλη τη χώρα. Θα γελά κάθε πικραμένος τουλάχιστον μια ώρα.

           

Οι κοπέλες με την Ιουλιέτα φορτωμένες τον Ρωμαίο διασχίζουν τη σκηνή τρέχοντας. Ξοπίσω τους τρέχει ο Καπουλέτος πυροβολώντας με ένα μουσκέτο.

Ανάμεσα τους μπερδεύεται και ένα τηλεοπτικό συνεργείο που προσπαθεί να πάρει δηλώσεις.

 

Δημοσιογράφος: Μια δήλωση, παρακαλώ, μια δήλωση. Πείτε μας πώς νιώθετε.

Κινηματογραφιστής: Το καλώδιο, σιγά το καλώδιο.

 

Αγλαΐτσα: (Μιλά μόνη)  Πάει, μου χάλασαν τη δουλειά τα παλιόπαιδα. Έννοια σας, όμως, και δεν τα βάζω κάτω. Το γλέντι θα γίνει, όποιος και να ‘ναι ο γαμπρός. Εγώ λεφτά πίσω στον Καπουλέτο δε δίνω.

 

Μπαίνει το τηλεοπτικό συνεργείο και πλησιάζει την κυρία Αγλαΐτσα.

 

Δημοσιογράφος: Συγγνώμη, θα μπορούσατε να μας κάνετε μια δήλωση για όλα αυτά που γίνονται στο νησί σας;

Αγλαΐτσα: Βεβαίως, θα ήθελα να σας πω ότι στο νησί μας γίνονται οι πιο σπουδαίοι γάμοι. Εάν αποφασίσετε να παντρευτείτε στο νησί μας, να έρθετε εδώ, στην ταβέρνα μου, για το γλέντι. Σας υπόσχομαι ότι θα μείνετε κατενθουσιασμένοι και εσείς και οι καλεσμένοι σας. Οργανώνουμε επίσης βαφτίσεις, γενέθλια, πάρτι αρραβώνων...

Δημοσιογράφος: Ναι, ναι. Για την απαγωγή τι ξέρετε να μας πείτε; Είναι αλήθεια ότι μια νύφη έκλεψε το γαμπρό;

Αγλαΐτσα: Α! Θα μου καεί το φαγητό (φεύγει τρέχοντας).

Δημοσιογράφος: Περιμένετε, καλέ! Πού πάτε;

Κινηματογραφιστής: Έλα, άστην. Έλα να κάνουμε τη ζωντανή σύνδεση να τελειώνουμε.

Δημοσιογράφος:  Μα δεν είμαι έτοιμη ακόμα, θέλω να φρεσκαριστώ λίγο.

Κινηματογραφιστής: Βγαίνεις σε ένα λεπτό.

Δημοσιογράφος: Όλο τέτοια μου κάνεις.

Κινηματογραφιστής: Σε 30 δεύτερα.

Δημοσιογράφος: Θες να με καταστρέψεις, γι’ αυτό με βγάζεις πάντα απροετοίμαστη.

Κινηματογραφιστής: Σε 10.

Δημοσιογράφος: Το ξέρω, όλοι αυτό θέλετε. Καταλάβατε ότι θα πάρω την πρωινή εκπομπή και προσπαθείτε να με φάτε ζωντανή. Ε, δε θα σας περάσει (καθώς μιλά, ο κινηματογραφιστής της μετρά ανάποδα με τα δάκτυλα 5,4,3,2,1 και της δίνει σήμα ότι είναι στον αέρα. Αλλάζει αμέσως ύφος.)

Αγαπητοί φίλοι, βρισκόμαστε εδώ στο νησί, όπου συμβαίνει μια απίστευτη ιστορία. Ως γνωστόν, εγώ είμαι πάντα κοντά στα γεγονότα, για να έχετε πάντα πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση. 

 

Ξαναμπαίνουν οι κοπέλες σέρνοντας τον Ρωμαίο που είναι ντυμένος γαμπρός, ενώ η Ιουλιέτα φορά νυφικό. Πίσω τους εξακολουθεί να τρέχει ο Καπουλέτος πυροβολώντας. Το συνεργείο διακόπτει και τρέχει προς το μέρος τους, ανακόπτοντας τον Καπουλέτο.

 

Δημοσιογράφος: Συγγνώμη, συγγνώμη, πείτε μας, είναι αλήθεια ότι μια κοπέλα από το νησί σας είχε το θάρρος να κλέψει τον αγαπητικό της;

 

Ο Καπουλέτος αρχίζει να πυροβολεί τώρα εναντίον του συνεργείου που τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση από τις κοπέλες. Αφού φεύγει το συνεργείο, ο Καπουλέτος προσπαθεί να συνεχίσει την αρχική του καταδίωξη, αλλά αυτή τη φορά ανακόπτεται από την κυρία Αγλαΐτσα.   

 

Αγλαΐτσα: Σταμάτα, άρχοντα μου, σταμάτα.

Καπουλέτος: Άσε με, κυρά Αγλαΐτσα, άσε με να τους καθαρίσω να ξεπλύνω την ντροπή.

Αγλαΐτσα: Δεν ωφελεί, άρχοντα μου. Τελείωσε πια. Τα παιδιά παντρεύτηκαν. Άστο να πάει, να χαρείς και συ στη χαρά της μονάκριβης σου κόρης.

Καπουλέτος: Τι να χαρώ, κυρά Αγλαΐτσα. Τι να χαρώ; Την ανεπρόκοπη που πήγε και έκαμε τέτοια ρεζιλίκια; Δεν το χωράει ο νους μου. Παντρεύτηκε το γιο του ορκισμένου μου εχθρού. Η κόρη του άρχοντα Καπουλέτου να πάρει ένα Μοντέγο. Και μάλιστα το Ρωμαίο. Το γιο του βαρκάρη. Α! Θα τη σφάξω σαν αρνάδα!

Αγλαΐτσα: Αυτό ήταν το τυχερό της, άρχοντα μου. Ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου.. εδώ που τα λέμε, καιρός ήταν να κλείσει τούτη η βεντέτα. Πάνε πάνω από διακόσια χρόνια που έφαγε η κατσίκα των Καπουλέτων τα σχοινιά της βάρκας των Μοντέγων και τσακώθηκαν οι παππούδες σας.

Καπουλέτος: Η κατσίκα δεν ήταν δική μας και άδικα μας κατηγόρησαν αυτοί οι κλεφτοκοτάδες.

Αγλαΐτσα: Να με συμπαθάς, άρχοντα μου, αλλά και συ ήσουν αγέννητος τότε και άδικα κυνηγάς τώρα τα παιδιά. Άσε, μιας και παντρεύτηκαν κι εγώ ετοίμασα τα φαγητά, να κάνουμε τη διασκέδαση.

Καπουλέτος: Και η βεντέτα πώς θα κλείσει; Θα με στοιχειώσει ο παππούς μου άρχοντας Ζευγάς με το νάμι. Που τον έφαγε μπαμπέσικα γέρο Μπαρπούνας ο Μοντέγος, που στη κόλαση να λιώσει!

Αγλαΐτσα: Έννοια σου, άρχοντα μου, και φρόντισα να απονεμηθεί δικαιοσύνη και να πληρώσουν τα παιδιά αυτού που ξεκίνησε το μακελειό. Στη διασκέδαση θα φάμε τα τρισέγγονα της κατσίκας που έφαγε τα σχοινιά της βάρκας και ξεκίνησε το κακό.

Καπουλέτος: Τι λες, κυρά Αγλαΐτσα; Πού ξέρεις εσύ από πού κρατά η γενιά της κατσίκας που θα μας ταΐσεις;

Αγλαΐτσα: Α! Με προσβάλεις, άρχοντα Καπουλέτο. Δεν ξέρω εγώ; Η Αγλαΐτσα, η κόρη του Μπεκρόγιαννου, τι κρέας βάζω στο μαγαζί μου; Εφτά γενιές κρατά τούτο το μαγαζί η οικογένεια μου. Ξέρω από πού κρατά η σκούφια του κάθε κοτόπουλου και του κάθε κουνελιού  στο νησί. Και δε θα ξέρω μια τόσο διάσημη κατσίκα;

Καπουλέτος: Ε, καλά τώρα, δεν ήθελα να σε προσβάλω.

Αγλαΐτσα: Το ‘κανες, όμως. Έλα να πάμε μέσα, να σου δείξω τα κρέατα και να σου εξηγήσω από που κρατά το κάθε τι.   

 

Ο Καπουλέτος και η Αγλαΐτσα μπαίνουν στη ταβέρνα, ενώ μπαίνουν στη σκηνή οι τελάληδες.

 

Τελάλης Α: Ακούσατε, ακούσατε.

Τελάλης Β: Ακούσατε, ακούσατε.

Τελάλης Α: Πάλι λες ό,τι λέω.

Τελάλης Γ: Ο προγραμματισμένος για σήμερα γάμος της κόρης του Άρχοντα Καπουλέτου θα γίνει κανονικά.

Τελάλης Β: Μόνη ασήμαντη διαφορά είναι η αλλαγή του γαμπρού.

Τελάλης Α: Ακούσατε, ακούσατε.

Τελάλης Γ: Η πολύχρονη βεντέτα των Καπουλέτων και των Μοντέγων έλαβε τέλος.

Τελάλης Β: Ένοχη κρίθηκε η κατσίκα η ασπρομούτσουνη και τιμωρήθηκαν τα παιδιά των παιδιών της.

Τελάλης Α: Τώρα οι έχθρες, τα μίση και τα πάθη εξανεμίστηκαν και όλοι θα αγκαλιαστούν  αγαπημένοι.

Τελάλης Γ: Ακόμα και στα Πυργά* αριστεροί και δεξιοί θα φιληθούν και θα σμίξουν σε μια ομάδα, σ’ ένα καφενείο.

Τελάλης Β: Ε, μη λέμε κι υπερβολές τώρα. 

 

Μπαίνει ο χορός.

 

Χορός: Τι χαρές και πανηγύρια σαν η ειρήνη επικρατεί. Συμφιλιώθηκαν οι Καπουλέτοι και οι Μοντέγοι. Οι αριστεροί, οι δεξιοί, σοσιαλιστές και κεντρώοι. Συμφιλιώθηκαν Γάλλοι και Γερμανοί. Έλληνες και Τούρκοι. Γάτοι, σκύλοι και ποντίκια. Τι ωραία που είναι τώρα η ζωή και τρέχει άφθονο κρασί!

 

Μπαίνουν όλοι στη σκηνή με τη μουσική και αρχίζει η διασκέδαση.

 

Τέλος

 

*Πυργά: Χωριό της επαρχίας Λάρνακας όπου ανέβηκε για πρώτη φορά η παράσταση τον Ιούνιο του 2006.

 

ΠΗΓΗ:

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

www.TheatroEdu.gr

e-mail: theatro@TheatroEdu.gr

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006