ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Θεατρικό για τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά

 

 ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ

Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

Δ/νση: Αχιλλέως 107 Βόλος- Τ.Κ 38333

Τηλ. 24210-54824και 6972203435

e-mail: itzikas@in.gr  

 

 Μόνη υποχρέωση (ηθική) να ενημερώνεται ο συγγραφέας για την όποια χρήση του έργου. 

 

Σκηνές: 11

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: 29

1. Κορίτσι Α’

2. Κορίτσι Β’

3. Λενιώ, παιδί 10-12 ετών

4. Σταύρος, παιδί 12-13 ετών

5. Κυρα-Σμαρούλα, μάνα

6. Γρηγόρης Διακάκογλου, πατέρας

7. Τελάλης, άνδρας 50 ετών περίπου

8. Αλή, Τούρκος επιστάτης στο υποστατικό του Διακάκογλου

9. Αρίστος, περίπου 50 ετών

10. Έλληνες της Σμύρνης 50-60 ετών: Μάρκος, Στρατής, Γιαννακός, Γιάκωβος, Δάσκαλος

11. Παπα-Φώτης, περίπου 70 ετών

12. Αγάς Τούρκος, 70 περίπου ετών

13. Μουζικάντης 1

14. Μουζικάντης 2

15. Ρωμιός 40-50 ετών

16. Μεμέτης  >>    >>

17. Προεστός, περίπου 70 ετών

18. Παυλής, περίπου 40-50 ετών

19. Δημητρός, περίπου 40-50 ετών

20. Μάρω, περίπου 50 ετών

21. Αντώνης       >>    >>

22. Βασιλική       >>    >>

23. Λάμπρος       >>    >>

24. Κατερίνα      >>    >>

25. Μανώλης      >>    >>

26. Άνθρωποι (γυναίκες και άντρες): για την πρώτη σκηνή που άνθρωποι βολτάρουν στην προκυμαία της Σμύρνης, για τη σκηνή που φτάνουν οι Έλληνες στη Σμύρνη και για τη σκηνή της καταστροφής της Σμύρνης.

 Ανάλογα με τη σκηνοθετική έμπνευση μπορεί για τις ανάγκες της παράστασης να χρησιμοποιηθεί κι ένα λιτό μουσικό συγκρότημα (λαγούτο, βιολί, τουμπερλέκι, τραγούδι) καθώς και χορωδία.

 

ΣΚΗΝΗ Α’

Xαμηλώνουν τα φώτα... Ακούγεται μουσική με ήχους κυμάτων. Σβήνουν τα φώτα. Προβολέας φωτίζει (απαλά, αχνά) τη χορωδία. Η χορωδία τραγουδά το τραγούδι "Γεννήθηκα" των Γ. Μαρκόπουλου – Ν. Ξυλούρη από το έργο "Ιθαγένεια"

Προβολή εικόνων (φυσικές ομορφιές, αρχαία μνημεία, αρχιτεκτονική)

 

Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού /σβήνω κυλώντας στα νερά

Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς / σαλτάροντας με τις τριχιές

Του λιβανιού /πήρα το δρόμο της σποράς

Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού/ είχα τον ύπνο του λαγού

Αγνάντευα την πυρκαγιά της θημωνιάς/  αμίλητος την ώρα της συγκομιδής

Πήρα ταγάρι ζητιανάς

Αντάμωσα το χάρο της ξερολιθιάς / τ’ άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχά

Πήρα ταγάρι ζητιανιάς

 

Μουσική (οργανικό) που εισάγει στην εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα (1922). Το οργανικό μπορεί να είναι αμανές ή κάποιος άλλος ανατολίτικος μουσικός ήχος της περιοχής.

Σκηνικό: Ένα σπίτι , μια αυλή στη Σμύρνη του 1918 λίγο πριν τελειώσει ο Α παγκόσμιος πόλεμος. Ένας καφενές σμυρνέικος, δυο τραπέζια και καρέκλες.

Τα κορίτσια ξεκινούν από τους διαδρόμους και κάνοντας ανταποκρίσεις κινούνται προς τα μπρος ,ώσπου καταλήγουν στη σκοτεινή σκηνή.

 

Κορίτσι Α΄: Πατρίδα μου έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου. Ιωνία! Μάνα, γιαγιά και προγιαγιά, προγονική εστία.

Κορίτσι Β': Ιωνία! Ρίζα του χρόνου,

Κορίτσι Α': Λαλιά ομηρική, ρήματα  ανεμόδαρτα, ψιλές και δασείες, περισπωμένες καλλίγραμμες, οξείες δωρικές.

Κορίτσι Β': Ιωνία! αίμα της Ιστορίας, ψυχή των μαρμάρων, ρίγος και δάκρυα αιώνων.

Κορίτσι Α': Κύματα εύγλωττα, θάλασσα γλαυκή, απέραντη, μες  στη σιωπή και στο θυμό της επιβλητική. Και ο ουρανός αχαλίνωτος, όπως τον θέλουν τα  παιδιά, με κυανούς χαρταετούς (τσερκένια) για σημαίες.

Κορίτσι Β': Ιωνία η έκπαγλος! Ιωνία η αλησμόνητη! Περίσσια τα νερά, χλωρά, λιβαδίσια και ρεούμενα. Τα χώματα  καρπερά,, ευλογημένα, χορτάτα βλάστηση. Ωχρά στάχυα θάλασσες , πλαγιές στρωμένες αμπελόφυλλα.

Φτάνουν κάτω από τη σκηνή. Όχι έντονο φως σε όλη τη σκηνή.

Κορίτσι Α': Μελαχροινοί θεοί μυστακοφόροι, το λάδι αδειάζουν στα πελώρια κιούπια. Κοράσια με τα πανέρια τους ξέχειλα  ρόδια  και κρασοστάφυλα.

Ανεβαίνει στη σκηνή.

Κορίτσι Β': Ψαλμωδίες γλυκές και ωδές στο Διόνυσο. Και αμανές και τζιβαέρι. Οβελίας και τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη!

Ανεβαίνει στη σκηνή. Πλησιάζουν η μία την άλλη

Κορίτσι Α': Ιωνία η βασιλεύουσα! 

Κορίτσι Β': Ιωνία η κατατρεγμένη!

Και οι δυο μαζί: Κραυγή γέννας και ρόγχος θανάτου!

Κινούνται αργά προς το πίσω μέρος της σκηνής. καθώς ακούγεται ένα οργανικό σμυρναϊκό (πχ. μινοράκι ή κάτι άλλο ελαφρό). Στη διάρκεια του τραγουδιού, στο βάθος της σκηνής, ξέγνοιαστη κίνηση ανθρώπων, που κάνουν βόλτα, χαιρετούν ο ένας τον άλλο, κάνουν πως κουβεντιάζουν. Τα κορίτσια σμίγουν με αυτούς.

Μόλις τελειώσει το τραγούδι το κορίτσι ξεκόβει από την κίνηση κι έρχεται μπροστά. Ανάβουν τα φώτα σ' όλη τη σκηνή

Κορίτσι Α : Σμύρνη 1918. Αχταρμάς φυλών και πολιτισμών η Σμύρνη. Χριστός και  Αλλάχ και Γιαχβέ μαζί. Πόλη ζωντανή η Σμύρνη. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες στις Λέσχες και τις "γιαβάν σουπέδες". Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και τα γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο,αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Τα σπίτια ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις ξωπόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.

Ξαναμπαίνει στην κίνηση και βγαίνει το άλλο κορίτσι

Κορίτσι Β : Μα σα ξέσπασε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος τα πράγματα σκουρύνανε για τους Ρωμιούς. Η Τουρκία μαθές πήγε με τους Γερμανούς και μικρή Ελλάδα με την Αντάντ, τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Ρώσους. Και ο πόλεμος άναψε σε όλη την Ευρώπη. Και σαν χάνανε τις μάχες οι Γερμανοί και οι Τούρκοι , ετότες το τούρκικο γκουβέρνο σκύλιαζε και την πληρώνανε σκληρά οι Ρωμιοί.

 

Ενώ το κορίτσι εξακολουθεί να μιλά, εμφανίζονται στο πίσω μέρος της σκηνής Τούρκοι που κυνηγούν και συλλαμβάνουν τους άνδρες, ενώ το πλήθος σκορπίζει τρομαγμένο και βγαίνει από τη σκηνή.

 

Τους επιστρατεύανε τους Ρωμιούς, τους στέλνανε στα τάγματα εργασίας, στα τάγματα θανάτου, στα Αμελέ ταμπουρού όπως τα λέγανε. Να σπάνε ολημερίς την πέτρα, να τους βουρδουλιάζουνε και να τους σκοτώνουνε. Όπλο τους Ρωμιούς δεν τους δίνανε. Φοβόταν οι Τούρκοι μην και το στρέψουν εναντιό τους. Κι ένας ο καημός, μια η λαχτάρα και η προσμονή που σιγόκαιγε στις Ρωμαίικες ψυχές της Μικρασίας: Να 'ρθουν οι Έλληνες! Να 'ρθουν να τους λευτερώσουν!

Να 'ρθουν οι Έλληνες!! 

(Το λέει δυνατά και φεύγει τρέχοντας)

Σβήνουν τα φώτα. Σμύρνη 1918. Λίγους μήνες πριν το τέλος του Α παγκοσμίου πολέμου.

Ο προβολέας  φωτίζει μόνο τη χορωδία

Η χορωδία τραγουδάει το τραγούδι του Απ. Χατζηχρήστου "Ο καϊκτσής" με  διασκευασμένους τους στίχους του.

Γκελ γκελ καϊκτσή/ γιαβάς  γιαβάς.

Μες στης πόλης το μπουντρούμι

μες τη σιδεριά μια Ρωμιά βαριά στενάζει

γκελ γκελ καΪκτσή

Πώς καρτερεί

βράδυ πρωί/ μόνη μέσα στο κελί της

κλαίει και θρηνεί

και ζητάει τη λευτεριά της

γκελ γκελ καϊκτσή.

 

 

ΣΚΗΝΗ   Β'

Ανάβουν τα φώτα. Εμφανίζεται η Λενιώ (Κορίτσι 10-12 ετών), περπατώντας ρυθμικά και σιγοτραγουδώντας το παρακάτω παιχνίδισμα:

Λενιώ: ένα δυο τρία/ έχω μια μανούλα/ γιαγιά και προγιαγιά στη μικρά Ασία/ τη λένε Ιωνία. Όμηρος, Παλαιολόγος/ η Πόλη, η Αγία  Σοφιά / γεμάτη μάρμαρα, μνημεία/ η Έφεσος απ' τα  παλιά. Φώκαια, Αλικαρνασσό, Αϊβαλί, Αϊδίνι / πόσοι  αιώνες πέρασαν  σε πόλεμο ειρήνη.

Η  Σμύρνη  των Ελλήνων των Τούρκων, των Οβριών/Αρμένηδων και Φράγκων κελάηδημα  γλωσσών. Η Σμύρνη των φυλών, του κόσμου καφενές / έρωτες, λύπες και χαρές, καρσιλαμάς  και αμανές. 

Η Λενιώ σταματάει το παιχνίδι σιγομουρμουρίζοντας:

"Η Ιωνία η μάνα μου. Η Ιωνία των Ελλήνων. Η Σμύρνη η μάνα μου. Η Σμύρνη η ελληνική. Λαμπροφορεμένη μ’ όλου του κόσμου τα χρυσά, όλα τα λούσα του ντουνιά"

και πάει σιγά σιγά στην άκρη της σκηνής, κάθεται συλλογισμένη και τραγουδά το τραγούδι του Π. Θαλασσινού "Τα Σμυρνέικα τραγούδια"

 

Το καθρεφτάκι σου παλιό/ και πίσω απ’ τη θαμπάδα

η Σμύρνη με το Κορδελιό/ και η παλιά Ελλάδα  (δις)

Μουτζουρωμένο το γυαλί/ μα πίσω απ’ τους καπνούς του

βλεπει ο θεός το Αϊβαλί / και σταματάει ο νούς του (δις)

Ρεφρέν

Τα σμυρνέικα τραγούδια ποιος σου τα 'μαθε

Να τα λες  και να δακρύζεις της καρδιάς ανθέ ( δις )

 

Το καθρεφτάκι σου παλιό/ και το μυαλό χαμένο

Σε ποιο τα ήπιες καπηλειό/ και βγήκες μεθυσμένο

Ρεφρέν

Τα σμυρνέικα τραγούδια…

Φωνάζει η μάνα κοντά της το Λενιώ ανοίγοντας την αγκαλιά της.

Μάνα: Έλα, τζιβαέρι μου, έλα γιαβρί μου, έλα μου δω ( Χαϊδεύει την κόρη της ) Αχ αχ το γιαβρί μου, τι όμορφα που τραγουδάει ! Ένα αηδονάκι έχω κόρη εγώ, αχ αχ πόσο τ’ αγαπώ. Πού βρήκες τέτοια φωνή, καλέ μου εσύ; Ποιος σου τη χάρισε;

Λενιώ: Μ’ αρέσει  πολύ αυτό το τραγούδι, μάνα, μου κλέβει την ψυχή. Όσο για την φωνή, ούτε  εγώ ξέρω ποιος  μου τη χάρισε… Ίσως  ο Θεός, μάνα…

Μάνα: Να 'σαι καλά, τζιέρι μου, να σ’ έχει καλά ο Θεός να μου τραγουδάς, να μ’ ανοίγεις την καρδιά, να χαϊδεύεις την ψυχούλα μου, να την ανασταίνεις . Να 'σαι  καλά… Ο αδερφός σου που είναι;

Λενιώ: Στον κάτω μαχαλά, μάνα, στους Αρμένηδες …ξέρω και γω;

Μάνα: Όλο στη γύρα μου είναι αυτό το παιδί…μορτάκι μου ‘γινε …

Λενιώ: Μάνα, μάνα, μανούλα, να σου πω…

Μάνα: Έλα κάτσε δω δα να μου πεις …Τι θέλει το αηδόνι μου;

Λενιώ: Πες μου, μανούλα, άλλη μια φορά την ιστορία μας …την ιστορία της Ιωνίας μας .

Μάνα: Ουφ, μωρέ Λενιώ μου, δε βαρέθηκες να την ακούς; Μυριάδες φορές στην είπα …

Λενιώ: Κι άλλη μια φορά, μανούλα, κι άλλη μια φορά… σε  παρακαλώ… Πες μου την και άλλη μια φορά  να την ακούσω…

Μάνα: Αν έχω ένα φιλί απ’ τα γλυκά σου τα χειλάκια θα σου την πω… Μα, να μου το δώσεις πρώτα…

Λενιώ: Να, πάρτο, μάνα … γλυκό, γλυκό σαν το μέλι… Άντε, ξεκίνα τώρα .

Μάνα: Αχ, Λενιώ μου… Σαν παραμύθι θα στην πω, όπως την άκουσα και γω μικρή απ’ τη μάνα μου, απ’ τη γιαγιά μου … Ήταν, που λες, γιαβρί μου, χιλιάδες χρόνια πριν ένας παππούς, μακριά άσπρη γενειάδα είχε και σοφός πολύ ήταν. Όμηρο τον λέγανε. Μάζεψε μια μέρα  τα παιδιά του, τα εγγόνια  και τα δισέγγονά του και τους είπε: "Εδώ, σε τούτον τον τόπο γίναμε πολλοί, δε μας χωράει πια. Ξέρω πως εκεί απέναντι, πέρα από τη θάλασσα, εκεί που ξακρίζουν τα βουνά έχει τόπο βλογημένο, γη χρυσάφι. Θα πάμε εκεί να μείνουμε, εκεί να στεριώσουμε και να ζήσουμε". Μπήκε μπροστάρης ο παππούς Όμηρος με τη λύρα του και ξεκίνησαν. Μπήκαν σε καράβια με πανιά, φύσηξε ούριος άνεμος και κίνησαν για τη νέα γη. Ιωνία την ονόμασαν την νέα τους πατρίδα. Έχτισαν σπίτια, όμορφα χωριά και πόλεις: την Έφεσο, την Αλικαρνασσό, τη Μίλητο, τη Φώκαια. Και έχτισαν και ναούς και θέατρα και σμίλεψαν πανέμορφα αγάλματα και τάισαν την ιστορία με γράμματα και τέχνες και πολιτισμό, μα και με αίμα πολύ…

Λενιώ: Απ’ τα μέρη μας δεν κατάγονται, μανούλα, ο Ηράκλειτος και Θαλής;

Μάνα: Οι σοφοί; Μα ναι, ματάκια μου… Ο Ηράκλειτος από την Έφεσο και ο Θαλής από τη Μίλητο. Αααχ…και περνούσαν τα χρόνια, περνούσαν οι αιώνες, Λενιώ μου, και ήρθαν άλλοι λαοί, λαοί εχθροί, και η γης της Ιωνίας μπήκε στο ζυγό πολλές φορές και πολλές πάλι λευτερώθηκε. Μα πάντα η ρίζα ελληνική, η καρδιά της Ελλάδας χτυπούσε πάντα εδώ στα μέρη μας…

Λενιώ: Και το Βυζάντιο, ο Παλαιολόγος, μάνα; Ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς;

Μάνα: Αχ, Λενιώ μου, αχ γιαβρί μου… Περνούσαν, που λες, τα χρόνια, περνούσαν οι αιώνες και κτίστηκε η Βασιλεύουσα η Πόλη, ξέχασαν οι πρόγονοί μας τους πολλούς θεούς και πίστεψαν στον έναν, πίστεψαν στο γλυκό μας Ιησού. Δοξάστηκε ξανά η γη μας για τα πλούτη της, τα γράμματα, τις τέχνες… Μα ήρθαν ξανά καιροί δίσεχτοι και τη Βασιλεύουσα την πάτησε η Τουρκιά και απλώθηκε παντού το Ισλάμ. Πήραν και τα μέρη μας οι Τούρκοι, πέρασαν κι απέναντι στην παλιά Ελλάδα . Κει πέρα, όμως, μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιά, τα κατάφεραν. Αίμα πολύ ξόδεψαν μα τα κατάφεραν και διώξαν την Τουρκιά. Και μείναμε μεις αιώνες τώρα να ζούμε με τους Τούρκους και να καρτερούμε να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς να μπει μπροστά και να 'ρθει να μας λευτερώσει… Ααααχ, Λενιώ μου, αααχ γιαβρί μου…

Λενιώ: (με πεισματική σιγουριά) Ελληνική είναι, μάνα, η Ιωνία.  Ελληνική… Και σήμερα που είμαστε με τους Τούρκους Ελληνική είναι..

Μάνα: Στη ρίζα της, Λενιώ μου, ναι, ελληνική είναι.. Μα για σήμερα τα χάνω δεν ξέρω τι να ειπώ… Πας στις καθαρόαιμες ελληνικές συνοικίες, εδώ στη Σμύρνη και στα χωριά, και βλέπεις τα ελληνικά σχολειά, τις εκκλησιές μας, ακούς παντού να μιλούν τα ελληνικά και λες πως είναι δική μας, κατάδική μας. Μα σαν ξεστρατίζεις κατά τους Τουρκομαχαλάδες και τα Τουρκοχώρια και βλέπεις το λεφούσι των Τούρκων δουλευτάδων που πάππου προς πάππου κι αυτοί μοχθούν πάνω στην ίδια γη, μιλούν τη δική τους γλώσσα, ακούν το Χότζα από το τζαμί… Έχουν ριζωμένη την πίστη τους κι αυτοί πως ζουν στη  πατρίδα τους… Ε τότε μπερδεύεσαι, Λενιώ μου.. Μα το σίγουρο είναι πως σήμερα τούρκικο γκουβέρνο μας κυβερνάει, κι απέ άλλο η καρδιά μας τι λαχταράει..

Λενιώ: Σαν τι λαχταράει η καρδούλα μας, μανούλα;

Μάνα: Τους Έλληνες, να 'ρθουν οι Έλληνες να μας λευτερώσουν…

Λενιώ: Θα 'ρθουν, μανούλα; Θα 'ρθουν οι Έλληνες;  Θα 'ρθει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς να μας λευτερώσει;

Μάνα: Θα 'ρθουν, Λενιώ μου, θα 'ρθουν μια μέρα.. Μα για το μαρμαρωμένο βασιλιά… μμμμ… δεν ξέρω… έτσι λέει η παράδοση.. Σάματις τι μπορεί να κάνει και ο Παλαιολόγος; Σήμερα οι μεγάλοι κανονίζουν: οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, οι Γερμανοί. Και η Ελλάδα μας μικρή είναι, σακατεμένη από τους πολέμους … Πού να βρει τις δυνάμεις  να 'ρθει να μας λευτερώσει;  Μα θα 'ρθουν μια μέρα οι Έλληνες, θα 'ρθουν…

Λενιώ: Εγώ, μάνα, πιστεύω πως θα ξεμαρμαρώσει ο Παλαιολόγος και θα 'ρθει με το στρατό του να μας λευτερώσει..

Μάνα: Παιδί είσαι, Λενιώ μου, πώς να μην το πιστεύεις; Το πίστευα και γω σαν ήμουν παιδί … μα σαν πέρασαν τόσα χρόνια, γιαβρί μου…

Λενιώ: Και θα ζούμε, μάνα, πάντα με τους Τούρκους; Για πάντα;

Μάνα: Αφού το θέλησε έτσι ο Θεός μέχρις τα τώρα, έτσι θα πορευτούμε, Λενιώ… Και σαν θελήσει ν’ αλλάξει απόφαση και να λευτερωθούμε… τι το καλύτερο! Άκου τώρα, άκου να σου πω και γω ένα τραγούδι, ένα τραγούδι του καημού… μου το τραγουδούσε η γιαγιά μου… Δε μ’ άκουσες ποτέ να το τραγουδώ και να, τώρα το θέλει η καρδούλα μου, η ψυχούλα μου το λαχταράει…

Λενιώ: Πες το μου, μάνα, πες το μου να τ’ ακούσω…

Μάνα: (Τραγουδάει σε διασκευή στίχων το τραγούδι του Στ. Ξαρχάκου: "Ήταν μια φορά μάτια μου")

Ήτανε μια φορά , μάτια μου, κι έναν καιρό

Μια όμορφη κυρά, καλέ, να σε χαρώ.

Μια μικροπαντρεμένη , κόρη ξανθή

Τους Έλληνες προσμένει βράδυ πρωί

Κι ένα Σάββατο βράδυ, καλέ , μια Κυριακή

Τον ήλιο, το φεγγάρι, καλέ παρακαλεί

Ήλιε μου φώτιζέ τους, φεγγάρι μου

πάνε και μίλησέ τους για χάρη μου

Να 'ρθουνε να με σώσουν, καλέ, την ορφανή

τη λευτεριά να φέρουν, καλέ, μια χαραυγή

Ήλιε μου φώτιζέ τους , φεγγάρι μου

Πάνε και μίλησέ τους για χάρη μου…

Ήτανε μια φορά…

 

Λενιώ: Όμορφο τραγούδι, μάνα… Όπως το ’πες, τραγούδι του καημού … σου ταράζει τα τζιέρια μάνα… 

(Μπαίνει στη σκηνή ο γιος , ο Αλέξης)

Αλέξης: ( με φόρα) Χόρτασα παιχνίδι σήμερα στον κάτω μαχαλά…

Μάνα: Καλώς το μουσαφίρη μου…Πού γυρνάς απ’ το πρωί, μπρε;

Αλέξης: Μάνα, πείνασα….

Μάνα: Δε σε κρατάει το σπίτι; Έχεις και διαβάσματα προκομμένε μου… πού τρέχεις; Με ποιους ήσουν  πάλι;

Αλέξης: Μάνα, πεινάω… Ετοίμασε κάτι να φάω και σου λέω με ποιους ήμουν…

Λενιώ: Ε, καλά τώρα … την ξέρουμε την παρέα σου….

Αλέξης: Ένα τσούρμο παιδιά ήμαστε, Λενιώ … Ελληνάκια, Τουρκάκια, Αρμενάκια, Εβραιάκια….. όλα μαζί.. (θυμωμένα) Ήταν και ο Χαλίλ μαζί μας …

Λενιώ: Κι αν ήταν; Τι μ’ αυτό;

Αλέξης: Τσακώθηκα μαζί του , γι’ αυτό…

Λενιώ: Και μένα τι με μέλει; Με σένα τσακώθηκε, δεν τσακώθηκε με μένα  ….

Μάνα: (καθώς ετοιμάζει πρόχειρο φαγητό για τον Αλέξη) Α , δε θέλω να αρπαχτείτε και σεις τώρα… για ηρεμήστε…

Αλέξης: (προς τη Λενιώ) Ναι, αλλά δεν ξέρεις γιατί τσακωθήκαμε με τον Χαλίλ..

Λενιώ: Και γιατί, παρακαλώ, τσακώθηκες με το Χαλίλ;

Αλέξης: Γιατί λέει πως η Σμύρνη μας, η Ιωνία μας, ήταν από πάντα Τούρκικη γη…

Λενιώ: Ε, καημένε μου, και τι σε κόφτει; Πες του και συ πως ήταν ελληνική.

Αλέξης: Του το ’πα ..

Λενιώ: Και κείνος τι σου είπε;

Αλέξης: Μου 'βγαλε τη γλώσσα και ξεκαρδισμένος στα γέλια έφυγε τρέχοντας.. Και γω θύμωσα πολύ, με πήραν τα κλάματα…

Μάνα: Ησύχασε, βρε Αλέξη.. Ελληνική ήταν η Ιωνία και η Σμύρνη μας… Μα σήμερα στο τουρκικό κράτος ανήκουμε… Τούρκοι μας κυβερνούν… Τι να κάνουμε… Έτσι το θέλησε ο Θεός…

Λενιώ: Κι ύστερα, Αλέξη, δεν είναι όλα τα τουρκάκια σαν τον Χαλίλ.. Έχουμε και φίλους, καλούς φίλους, μικρούς και μεγάλους… Να, όπως ο Αλή ο επιστάτης μας .. καλύτερο Τούρκο δεν γνώρισα.

Αλέξης: Ναι, όσο πληρώνουμε τους φόρους καλοί είναι οι Τούρκοι, μα αν κανείς από  μας του Ρωμιούς δεν πληρώσει τον τρώει η μαρμάγκα.. Λίγα μας τρώνε οι μπέηδες… Εμείς, Λενιώ, αν θες να ξέρεις, είμαστε Έλληνες και θα μείνουμε Έλληνες για πάντα. Και ο Αλή, ο επιστάτης μας, καλός είναι, δίκιο έχεις, μα δεν είναι όλοι οι Τούρκοι το ίδιο…

Λενιώ: Σάμπως είναι όλοι οι Έλληνες το ίδιο; Εγώ  σου μιλώ για το λαό, τους Τούρκους τους απλούς, τους λαϊκούς και όχι για τους μπέηδες και τους τσαούσηδες….

Αλέξης: Γιατί, μάνα, δε διώχνουμε όλους τους Τούρκους, να τους πάμε στα βάθη της Ασίας, από κει που ’ρθαν…

Μάνα: Γιατί δεν έχουμε όπλα και στρατό, Αλέξη… Τα όπλα τα έχουν οι Τούρκοι και όχι εμείς.. Εμείς πρέπει να υποκρινόμαστε τους υποταχτικούς ώσπου να 'ρθει η ώρα να λευτερωθούμε..

Αλέξης: Και λοιπόν, μάνα, υποκρινόμαστε, όταν καλούμε Τούρκους στο σπίτι μας και τους κάνουμε τεμενάδες;

Μάνα: Και ναι και όχι, γιατί πολλοί είναι καλοί άνθρωποι και καλοί φίλοι κι ο πατέρας σας κάνει δουλειές μαζί τους.

Αλέξης: Και ο Ταλίτ, μάνα, είναι καλός;

Μάνα: Είναι ισχυρός, έχει παράδες…

Αλέξης: Και οι ισχυροί είναι όλοι καλοί;

Μάνα: Ουφ! Δεν ξέρω. Ρωτήστε τον πατέρα σας, όταν έρθει…

Λενιώ: Πότε γυρίζει ο πατέρας από την Πόλη;

Μάνα: Αύριο με το καλό.

Αλέξης: Να τα πούλησε όλα τα καπνά;

Λενιώ: Συστημένος πήγε, βρε Αλέξη, είναι δυνατόν να μην τα πούλησε;

Μάνα: Καλά παν οι δουλειές του πατέρας σας και μην ανησυχείτε…

Λενιώ: Μάνα, χτυπούν την πόρτα.

Μάνα: Άνοιξε, Λενιώ μου, να δούμε ποιος είναι.

(Μπαίνει ο Αλή  ο επιστάτης του υποστατικού της οικογένειας)

Αλή: Γεια σας, ο Αλλάχ να σας φυλάει… Τι κάνει η κερά;

Μάνα: Μπουγιουρούμ Αλή, μπουγιουρούμ…

Αλή: (προς τα παιδιά) Και σεις, βρε σερσέμικα, τι μου κάνετε; Τρανεύετε, μπρε, τρανεύετε…

Λενιώ: Γεια σου, καλέ μας Αλή..

Αλέξης: Καλώς τον περβολάρη μας.

Μάνα: Έλα μπρε Αλή, κάτσε να σε κεράσω.. Αύριο με το καλό γυρνά ο άντρας μου. Τι λένε τα λιόδεντρα; Θα ’χουμε καρπό φέτος;

Αλή: Να έχεις πιθάρια να τα γιομίσεις, κερά μου. Τα χώματα μας τα βλόησε ο Αλλάχ ...

Αλέξης: Ο Χριστός, Αλή, ο Χριστός ...

Αλή: Το ίδιο είναι, μπρε σερσέμικο... Ένας είναι ο θεός κι ας τον ελέω εγώ Αλλάχ κι εσύ Χριστό... Βλοήμενα τα χώματα μας, ...ρίχνεις ένα σπόρο και  πριν χαϊδέψεις το χώμα, σου γυρνάει πίσω  χιλιάδες, σου  γεμίζει  ένα  ζεμπίλι καρπό... Μπρε μπρε, βλοημένος  απ’ τον  Αλλάχ είναι ο τόπος  μας.

Αλέξης:  Απ’ το θεό, Αλή, απ’ το Θεό...

Αλή: Το ίδιο  είναι, μπρε ,  το  πάμε  ετούτο...

Μάνα: Πάω  μέσα, Αλή, να  σου ετοιμάσω μια ρακή να πιεις.

Αλή: Να 'σαι καλά, κερά Μαιρούλα...

Αλέξης: Να σε ρωτήσουμε, Αλή, κάτι; Θέλουμε όμως να μας απαντήσεις ντόμπρα, απ’ την καρδιά σου μέσα...

Αλή: Τι μαγειρεύετε πάλι, μπρε σερσέμικα; Να με ρωτήσετε, μπρε, να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε...

Λενιώ: Αλή, μας αγαπάς; Μας αγαπάς πραγματικά εμάς τους Ρωμιούς;

Αλή: Σας αγαπώ, μπρε, σας  αγαπώ... Μέσα  εδώ, στην καρδιά μου σας  έχω...

Λενιώ: Και γιατί μας αγαπάς, Αλή;

Αλή: Χμ... Μα γιατί τρώω ψωμί κοντά σας, μπρε ...

Αλέξης: Μα αφού οι Τούρκοι μισούν τους γκιαούρηδες...

Αλή: Όταν δεν τους  βλάφτουν τα νιτερέσια τους, δεν τους μισούνε.

Λενιώ: Μα, Αλή, τις  προάλλες που με πήγε η κυρά-Ευανθία σ’ ένα σπίτι που κλαίγαν ένα Ρωμιό, σκοτωμένο από Τούρκους, όλοι λέγαν: «Τον καημένο τον άνθρωπο τον έφαγαν τα σκυλιά. Να  μας  ξεκληρίσουν εμάς τους χριστιανούς  βάλθηκαν οι Τούρκοι!».

Αλή: (σκεφτικός) Δε θα 'ταν καλός  άνθρωπος... Κάποιον θα 'χε βλάψει στην περιοχή, ή και μπορεί  να θέλαν να πάρουν τα χτήματά του άλλοι τσιφλικάδες... Αυτοί τα σκαρώνουν αυτά κι ύστερα βάζουν εμάς τους φτωχούς και σκοτωνόμαστε...

Αλέξης: Μα, Αλή, λένε πως όλους τους χριστιανούς θέλετε να τους ξεκάνετε, επειδή πιστεύουν  στο  Χριστό...  Τι σας βλάφτει αυτό εσάς;

Αλή: Τέτοιο ένα πράγμα, εγώ δεν το σκέφτηκα. Τι με κόφτει εμένα ποιο Θεό πιστεύουν; Εγώ  σ’ όποιον κι αν δουλεύω, Τούρκο ή Ρωμιό, το ψωμάκι μου θέλω να βγάζω, τίμια και σωστά... Κι  απέ,  μπρέ  Αλέξη, αυτά τα πράγματα δε γίνονται έτσι, στο βρόντο. Δε μας διατάζει η καρδιά να πιάνουμε  στα καλά καθούμενα το μαχαίρι  και  δώστου  να  πετσοκόβουμε ο ένας τον  άλλο... Τα  διατάζουν άλλοι  αυτά...

Λενιώ: Ποιοι  άλλοι, βρε Αλή;

Αλή: Ξέρω και γω; Να, οι τρανοί, οι δυνατοί, αυτοί που ξέρουν πώς πρέπει να γίνονται τούτα ή εκείνα στον κόσμο. Αυτοί, να ειπούμε, που γράφουν τα νιζάμια και τα φιρμάνια, μπρέ.. Αυτοί που οδηγάνε τ’ ασκέρια, που κατέχουνε τον πολύ παρά...  Σάμπως ξέρω και γω να τα εξηγήσω;

Λενιώ: Ώστε οι δυνατοί, οι ισχυροί της γης, Αλή... Αυτοί βγάζουν τις διαταγές, αυτοί που έχουν τον πλούτο και τη δύναμη και τα κανονίζουν κατά πως τους συμφέρει... Και ποιοι είναι αυτοί, Αλή;

Αλή: Θα καταλάβεις, κόρη μου, θα καταλάβεις σαν μεγαλώσεις... Κι απέ και μεις οι μεγάλοι σάμπως τα κατέχουμε ούλα; Όσα φωτίζει το λυχνάρι μας με το κοντό φυτίλι, αυτά βλέπουμε, μπρε...

Μάνα: (Μπαίνει μ’ ένα δίσκο με ρακή και μεζέ) Έλα, Αλή, πάρε να πιεις τη ρακή σου και να τσιμπήσεις…

Αλή: Ευχαριστώ, κερα-Μαιρούλα, ευχαριστώ… μα στο πόδι θα την πιω τη ρακή.. Πρέπει να φύγω, να πάω στο σπιτικό μου, να ταΐσω τα ζωντανά.. Είναι η ώρα τους… (σηκώνει το ποτήρι και πίνει τη ρακή) Στην υγειά σας, να μας έχει όλους καλά ο Αλλάχ… και ο Χριστός, μπρε, για να μη μου σεκλετίζεται και ο Αλέξης… Να 'χουμε και καλή σοδειά, κερά, να γιομίσουν τ’ αμπάρια μας γεννήματα

Όλοι: Στην υγειά μας, Αλή!

Μάνα: Να πας στο καλό, Αλή.. κι αύριο που θα ’ναι και ο αφέντης εδώ, πέρνα να τα κουβεντιάσετε…

Αλή: Γεια σας, καλό βράδυ.. Ο Αλλάχ να σας έχει καλά…

Όλοι: Στο καλό, Αλή..

Λενιώ: Είδες, Αλέξη, τι καλός άνθρωπος είναι  ο Αλή; Το είδες;

Αλέξης: Καλός είναι, πολύ καλός είναι ο Αλή, μα δεν ξέρω πόσο καλοί είναι οι άλλοι Τούρκοι…

Λενιώ: Στον κόσμο, Αλέξη, υπάρχουν και οι καλοί και οι κακοί και από δαύτους υπάρχουν σε όλους τους λαούς… Όπως υπάρχουν καλοί και κακοί Τούρκοι, υπάρχουν και Ρωμιοί και Οβριοί και Αρμένηδες…

Μάνα: Ελάτε, αφήστε τις φιλοσοφίες και τις πολιτικές… Ετοιμαστείτε.. θα πάμε ως της κυρά-Λωξάντρας.

Λενιώ: Να πάμε, μανούλα, καιρό έχουμε να την ειδούμε…

Αλέξης: Ουφ, βρε μάνα, τι να κάνουμε στης κυρά – Λωξάντρας; Βαριέμαι..

Λενιώ: Πάμε, βρε, ωραία θα περάσουμε.. Θα παίξουμε με το Δώρο, την Άρτεμη, το Διονύση, τη Χρυσούλα.. Άντε πάμε…(τραβά τον Αλέξη)

Αλέξης: Καλά, πάμε…

Μάνα: Μια στιγμούλα να ετοιμάσω το πεσκέσι και πάμε…

Λενιώ: Μανούλα, θα 'ρθει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς; Θα 'ρθει, μανούλα, ε;

Αλέξης: Θα ’ρθει στα σίγουρα, Λενιώ…Θα 'ρθει σου λέω…Θα 'ρθει να μας λευτερώσει…

Μάνα: Ναι , ναι θα 'ρθει … μα πάμε τώρα στης κυρα – Λωξάντρας …

 Βγαίνουν από τη σκηνή. Η χορωδία τραγουδάει το «Μαρμαρωμένο βασιλιά», από τη Μ. Ασία του Απ. Καλδάρα.

 

ΣΚΗΝΗ Γ’

Σκηνικό: Ελληνικός καφενές στη Σμύρνη. Έλληνες της Σμύρνης κάθονται, πίνουν ρακή και συζητούν. Στην άκρη της σκηνής κάθεται συλλογισμένος ο τελάλης (άντρας 50 χρονών). Ακούγεται μουσική: Ένας αμανές.

 

Τελάλης: Και τώρα, εγώ τι είμαι να ειπούμι; Έλληνας για Τούρκος είμαι; Σάματις ξέρω και γω;  Πενήντα χρονώ είμαι, καταγωγή ελληνική έχω… Μα Τούρκος υπήκοος είμαι. Το τούρκικο γκουβέρνο με διαφεντεύει… και μένανε και τον παππού μου και τον προπάππου μου και δεν ξέρω πόσους άλλους παραπίσω… Το τούρκικο γκουβέρνο εμένανε τον Έλληνα στην καταγωγή μ’ έκανε μαθές τελάλη… Να βγαίνω στις ρούγες και στους μαχαλάδες να φωνάζω τα μαντάτα, να διαλαλώ κείνα που μου παραγγέλνει το ντουβλέτι… Στα ελληνικά για τους Έλληνες, στα τούρκικα για τους Τούρκους…… Για τους Οβριούς και τους Αρμένηδες όρισαν άλλους… Δεν μπορώ μαθές να είμαι και τόσο πολύξερος… Ααααχ! Μαντάτα φέρνω στο ντουνιά, άλλοτες καλά και άλλοτες μαύρα και άραχλα… Και σήμερα μαύρα τα μαντάτα που ’χω να ειπώ… Σαν έχεις πόλεμο χρόνους τώρα, μαύρα μαντάτα θα  ειπείς.. καλά δεν έχει… Άιντε μου να ξεκινήσω τη δουλειά κι αν είναι μαύρα τα μαντάτα τι φταίω εγώ, άλλοι τα κανονίζουν αυτά…

(προχωράει στη σκηνή φωνάζοντας)

Ακούουουουσατε, ακούουουουουσατε… διαταγή του πολυχρονεμένου μας σουλτάνου να παρουσιαστούν, να πάνε στρατιώτες… Ούλοι ίσαμε σαράντα πέντε χρονών επιστρατεύονταιαιαιαι! Ακούουουουσατε... ακούουουουουσατε…

Γιαννακός: Ε, ρε Μανώλη… Ε, μπρε τελάλη, για κόπιασε…. Τι τρέχει, μπρε, και βγήκες και φωνάζεις; Πάλι επιστράτευση έχουμε; Δεν προλαβαίνουμε, μπρε, να στέλνουμε τα παιδιά μας στρατιώτες…

Μάρκος: Κάτσε, μπρε Μανώλη, να πιεις μια ρακή …

Τελάλης: Σα μου την κεράσετε, μαθές, την πίνω.

Γιάκωβος: Κάτσε, μπρε… Θα στην κεράσουμε τη ρακή σου… θα στην κεράσω εγώ… Μα πρώτα να μας ξεκαθαρίσεις τι τρέχει πάλι στο ντουνιά…  Σ’ ακούμε, ωρέ Μανώλη, και κόβονται τα ήπατά μας …

Τελάλης: Και τι φταίω γω, μαθές, σαν έχουμε τόσα χρόνια πόλεμο… Σάματις έπαψε και ποτές το τουφεκίδι! Εγώ, μωρέ σεις, τον κάνω τον πόλεμο και τα βάνετε με μένα; Άλλοι τον κάμνουν…

Γιαννακός: Για ξεκαθαρισέ τα μας, μπρε Μανώλη… Τι έπαθε ο σουλτάνος και μας επιστρατεύει πάλι;

Τελάλης: Δε χορταίνει το θεριό, προύχοντά μου… Πόλεμος είναι αυτός… Κι αυτούνο το θεριό δε χορταίνει ποτές…

Μάρκος: Για πες μας, μπρε Μανώλη, τι γίνεται στο μέτωπο; Ποιος νικάει; Οι Αγγλογάλλοι, η Αντάντ να ειπούμι, ή οι Γερμαναράδες του Κάιζερ με τους Τουρκαλάδες;

Τελάλης: Και που θες να το ξέρω εγώ… Τελάλης της Τουρκιάς είμαι και όσα με διατάζουνε να πω, αυτά ξέρω κι αυτά λέω… Εγώ αυτά που ακούσατε είχα να λαλήσω από πάρτη του ειδικού μας γκουβέρνου και τίποτα παραπάνω…. Γιατί αν παραπάνω χρσσστ! Πάει το κεφάλι!

Στρατής: Έλα, μπρε Μανώλη, πες μας, κάτι παραπάνω ξέρεις από μας… Ρωμιοί είμαστε και μεις… μια ράτσα, μπρε Μανώλη, πες μας, και μη μας κρύβεις λόγια..

Τελάλης: Τι να κρύψω, μωρ’ αδερφοί; Ο πόλεμος είναι πόλεμος και το ξέρετε καλά! Δεν είναι γάμος! Χάνονται νιάτα, χύνεται ποτάμι το αίμα… Άλλοι θησαυρίζουνε και άλλοι πλερώνουνε τα σπασμένα… Το φτωχό κοσμάκη να λυπηθεί ο Θεός…

Γιαννακός: Τα ξέρουμε αυτά, Μανώλη, αιώνες τα ζήσαμε στο πετσί μας… Τίποτα καινούργιο έχεις να μας πεις; Ποιος, μωρέ, νικάει στον πόλεμο; Η Αντάντ ή ο Γερμανός με τον τσιράκι του τον Τούρκο;

Τελάλης: (χαμηλόφωνα) Κατά πώς μαθαίνω, αδερφοί, τον χάνουν τον πόλεμο οι Γερμαναράδες και οι Τούρκοι, κι αυτό κάνει τους Τούρκους να σκυλιάζουν…

Μάρκος: Κι όσο σκυλιάζουν την πληρώνουμε εμείς…

Γιάκωβος: Σαν τον χάνουνε το πόλεμο οι Γερμανοί και οι Τούρκοι και νικάει η Αντάντ, πα να πει πως κερδισμένη θα βγει και η Ελλαδίτσα μας…

Στρατής: Λέτε σαν κερδηθεί ο πόλεμος απ’ την Αντάντ, να δούμε στα μέρη μας τα ελληνικά στρατά;

Γιαννακός: Κάτσε, μπρε Στρατή, να κερδηθεί ο πόλεμος πρώτα… Μην το βιάζεις το πράγμα.. Να δούμε πρώτα.. να δούμε..

(Μπαίνουν στη σκηνή ο παπα-Φώτης και ο δάσκαλος)

Μάρκος: Καλώς τον παπα-Φώτη..

Στρατής: Καλώς το δάσκαλο..

Γιαννακός: Ελάτε, κάτσετε να πιείτε τη ρακή σας….

Παπα-Φώτης: Τι γίνεται, μπρε τελάλη, πάλι άσχημα μαντάτα μας έφερες;

Δάσκαλος: Τι λαλείς σήμερα, κυρ-Μανώλη ;

Γιάκωβος: Μαζεύουν πάλι Ρωμιούς για τα τάγματα εργασίας…

Τελάλης: Φιρμάνι του σουλτάνου, παπά μου… Παίρνουν κι άλλους από εμάς στρατιώτες… χαρά στο φαμελίτη οπού 'χει θηλυκά στο σπίτι…

Στρατής: Τρεις γιους μου πήρε το σχέδιο ως  τα τώρα … Πανάθεμα την ώρα…

Μάρκος: Μας στρατεύουν, μα όπλα δε μας δίνουν…

Δάσκαλος: Φοβούνται, βλέπεις, μην τα στρέψουμε εναντίον τους…

Παπα-Φώτης: Τι λέτε, μπρε… Πάλι τα ίδια θα έχουμε;

Τελάλης: Βλέπει η Τουρκιά πως χάνει τον πόλεμο και σκυλιάζει…

Μάρκος: Και στέλνουν τους γιους μας στα τάγματα εργασίας.. Στα Αμελέ ταμπουρού, καθώς τα λένε…

Στρατής: Τι τάγματα εργασίας, αδέρφια! Τάγματα θανάτου είναι.. Στα Αμελέ ταμπουρού βασανίζουν τους Ρωμιούς χειρότερα κι απ’ τον χειρότερο εχθρό….

Γιάκωβος: Στο σπάσιμο της πέτρας ολημερίς, να μη σηκώνεις κεφάλι ως τη νύχτα.. Πείνα, ψείρα, βρόμα… και σα λιποθυμάς ή αντιστέκεσαι, καμτσίκι, βούρδουλας και βασανιστήρια…

Παπα-Φώτης: Σύνεργα του διαβόλου, αδερφοί… Ούτε στον πόλεμο του ’12 δε γινήκανε τέτοια.. Ποιος τον εδιαόλεψε τον Τούρκο;

Γιάκωβος: Το συμφέρο του, παπά, το συμφέρο του και ο Γερμανός… Ποιος άλλος, μαθές; Εεε, συ κυρ δάσκαλε, τι μουρμουράς; Εδώ ο κόσμος καίγεται και συ απαγγέλνεις ποιήματα;

Δάσκαλος: Άνδρα  μοι  ένεπεν  μούσα  πολύτροπον…

Στρατής: Σαν τι γλώσσα είναι αυτή που λαλάς, κυρ δάσκαλε…

Δάσκαλος: Αρχαία ελληνικά ομιλώ και Όμηρο απαγγέλω... Οδύσσεια, τη γλώσσα των αρχαίων  ημών ενδόξων προγόνων…

Μάρκος: Άσε, κυρ δάσκαλε, τους αρχαίους στην ησυχία τους… Τώρα που ο Τούρκος πονήρεψε  και  σκύλιασε τι κάμνουμε…

Δάσκαλος: Η εξουσία σκύλιασε… ο απλός τουρκικός λαός μας αγαπάει, αιώνες ζούμε μαζί…

Τελάλης: Μας αγαπούσανε να λες, κυρ δάσκαλε, τώρα έμαθαν κι αυτοί να μας μισούνε κι αλίμονό  μας! (σηκώνεται) Φεύγω… Πάω και στον απάνω μαχαλά να τελαλήσω… Ο Θεός να μας  βοηθήσει… Ντύστε τ’ αγόρια σας κορίτσια, κάντε τα παπάδες, καλογέρους, να γλυτώσουν τα Αμελέ  ταμπουρού.

Όλοι: Στο καλό, Μανώλη…

Γιαννακός: Δεν είναι, μπρε, τα πράγματα τόσο τραγικά όσο τα λέτε…  Εμείς οι Ρωμιοί στις πολιτείες  κουμαντάρουμε μια χαρά τους Τούρκους… Να, εδώ στη Σμύρνη όλο το εμπόριο στα χέρια μας  είναι…

Στρατής: Α χα… Αυτά είναι για σας, κυρ  Γιαννακέ, για σας τους προύχοντες … Έχετε τους παράδες  και τα βολεύετε μια χαρά με τους μπέη-δες… Τα 'χετε κάνει πλακάκια μαζί τους… Για μας τους  φτωχούς είναι τα Αμελέ ταμπουρού και οι κρεμάλες…

Γιάκωβος: Και αν έχω παράδες, μπρε Στρατή, με τη δουλειά μου τους έκανα, με το νου μου, και  λόγος δε σου πέφτει…

Παπα–Φώτης: Ειρήνη ημίν, αδερφοί, ειρήνη  ημίν… Μη φαγωθούμε μεταξύ μας 

Μάρκος: Τον ένα μου το γιο τον έντυσα παπά, για να τον γλιτώσω απ’τα Αμελέ ταμπουρού… Μα τώρα δεν ξέρω πώς θα γλιτώσω τον άλλονε…

Παπα-Φώτης: Ρουθούνι ρωμέικο δε θ’ αφήσουν σ’ ολάκερη τη Μικρασία… Ρωτάς τους Τούρκους, τους μέχρι χτες φίλους σου: "Τι φταίμε μεις και μας ξεκληρίζετε;" και κείνοι σ’ απαντούν "Φταίτε, γιατί νικάει η Αντάντ και γελούν τα μάτια σας…". Τι να πεις; Ο διάολος μπήκε στην ψυχή τους…

Γιάκωβος: Αλίμονό μας, μπρε… Αλίμονο στα παιδιά μας…

Γιαννακός: Αλίμονο και τρις αλί στα παιδιά του κοσμάκη, τα ρωμιόπουλά μας…

(Ακούγεται μουσική-αμανές που παίζουν μουζικάντες)

Μάρκος: Μπρε σεις, μουσική ακούω ή κάνω λάθος;

Γιάκωβος: Πλανόδιοι μουζικάντες θα’ναι… Ακούτε, μπρε…όμορφα βαράν τον αμανέ…

(εμφανίζονται οι μουζικάντες)

Παπα-Φώτης: Να ’τοι, μπρε, δικοί μας είναι, Ρωμιοί… Να τους φωνάξουμε να μας τραγουδήσουν, να ξεχαστούμε λίγο… Απ’ το Θεό είναι και η μουσική… Καλό πράμα, μα το Θεό!

Στρατής: Ελάτε μπρε, ελάτε και κατά δω να μας ευχαριστήσετε, που μαύρισ’ η ψυχή μας…

Μουζικάντης 1: Τι να σας παίξουμε; Τι τραβάει η ψυχούλα σας;

Μουζικάντης 2: Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές μας… Και αμανέδες και μινοράκια… καρσιλαμάδες και ό,τι τραβάει η καρδούλα σας…

Γιάκωβος: Πιάστε, μωρέ σεις μουζικάντες μου, έναν αμανέ… αμανέ να ξεχειλίζει το ντέρτι και ο καημός…

Μάρκος: Βαράτε το, βρε, η ζωή θέλει τραγούδι, μουσική… Κι απέ κι ας είν’ και του καημού…

(Παίζουν οι μουζικάντες ένα αμανεδιάρικο τραγούδι)

Παπα- Φώτης: Παίξτε μπρε σεις, και κείνο το Βενιζελικό… Της Αμύνης τα παιδιά, μπρε… Το  ξέρετε;  Να μας το πείτε, μπρε… Να το τραγουδήσουμε, να τιμήσουμε τον ηγέτη του έθνους  μας…

(Οι μουζικάντες τραγουδούν το τραγούδι "Της  Αμύνης τα  παιδιά")

Μάρκος: Πέστε μας τώρα κι ένα της αγάπης, μπρε… Του έρωτα τραγούδι… σεβντά γεμάτο κι απέ και ο έρωτας τραγούδι θέλει…

Οι  μουζικάντες τραγουδούν έναν αμανέ ή άλλο ερωτικό τραγούδι. Τελειώνουν το τραγούδι, προτείνουν  μια τραγιάσκα  και οι Σμυρνιοί της παρέας ρίχνουν τον οβολό  τους.

Στρατής: Φεύγετε,  μπρε;  Πείτε  μας  κι  άλλο  ένα…

Μουζικάντης 1: Έχουμε κι αλλού να πάμε… Διαβατάρικα  πουλιά  είμαστε, απ' τον ένα καφενέ  στον  άλλο… Πολλές ψυχές έχουμε να γιάνουμε, μαθές…

Παπα-Φώτης: Άμετε στο καλό, μπρε μουζικάντες… Ο Θεός να σας έχει καλά. Να παίζετε να  φχαριστιέται ο κοσμάκης…

Όλοι της παρέας: Στο καλό, μπρε… στο καλό…

Γιάκωβος: Καλό είναι, μωρέ, το τραγούδι… Ψυχής φάρμακο μαθές είναι…Μα ακούστε τώρα να σας  πω τι είδαν τα ματάκια μου προχτές πρωινιάτικα στο λιμάνι…

Δάσκαλος: Σαν τι είδες, Ιάκωβε;

Γιάκωβος: Προχτές, που λέτε, βγαίνω στο λιμάνι για δουλειά…Βλέπω στην προκυμαία αραδιασμένα  καμιά δεκαριά κιβώτια μεγάλα, μπαούλα βαριά, καλά σφαλισμένα…μον' ένα απ’ αυτά ήταν  ανοιχτό…  δυο μεμέτηδες προσπαθούσαν να το  σφαλίσουν κι  αυτό, μα  πρόλαβα να  δω…

Στρατής: Και τι είχε μέσα, μπρε Γιάκωβε;

Παπα–Φώτης: Συνέχισε, Γιάκωβε… Πού θες να καταλήξεις;

Ιάκωβος: Ήταν και δύο Γερμαναράδες εκεί που κάναν κουμάντο…πενηντάρηδες θα ήταν…Πήγαιναν πέρα δώθε και έδιναν προσταγές… Είχαν μαζί τους και Τούρκους ζαπτιέδες για να φυλάνε τα μπαούλα…

Μάρκος: Και τι είχαν τα μπαούλα, μπρε; Μας έσκασες!

Γιάκωβος: Για τη Γερμανία τα προόριζαν…

Δάσκαλος: Εμ βέβαια, οι Γερμανοί κουμαντάρουν σήμερα την Τουρκία…Σύμμαχοι μαθές είναι…

Γιαννάκος: Και τι είχαν τα μπαούλα, μπρε Ιάκωβε; Χρυσάφι;

Γιάκωβος: Χρυσάφι είχαν, γκαρντάσια! Μα όχι το χρυσάφι που νομίζετε…

Μάρκος: Και τι χρυσάφι ήταν αυτό, μπρε Ιάκωβε, που δεν ήταν χρυσάφι;

Γιάκωβος: Αγάλματα, αδέρφια… μνημεία ελληνισμού… Μια πανέμορφη κόρη, Θεά, είχε μέσα το μπαούλο που είδα…

Δάσκαλος: Τι; Αγάλματα; Αρχαία αγάλματα ελληνικά; Γυμνώνουν την ψυχή μας, την ψυχή της αρχαίας Ελλάδας, των προγόνων μας οι άτιμοι!

Παπα-Φώτης: Κλέβουν την ομορφιά του ελληνισμού οι αντίχριστοι, σκοτώνουν τη μνήμη μας…

Γιαννακός: Δε θα αφήσουν μνημείο για μνημείο… Ξέρουν την αξία τους οι Γερμανοί και τα κουβαλούν στην πατρίδα τους…να στολίσουν τα μουσεία τους.

Μάρκος: Πλερώνουν τους Τούρκους αγάδες και παίρνουν τα αρχαία μας.

Στρατής: Δε γνωρίζουν οι Τουρκαλάδες την αξία τους και τα χαρίζουν…

Δάσκαλος: Δεν έχουν τιμή τα αρχαία μνημεία… Ούτε πουλιούνται ούτε αγοράζονται…

Παπα-Φώτης: Και δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε…Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε…

Μπαίνει στη σκηνή ο Γρηγόρης Διακάκογλου-Πατέρας.

Κρατά ένα βαλιτσάκι, γιατί επιστρέφει από την Πόλη.

Παπα-Φώτης: Καλώς τον κυρ-Γρηγόρη… Από πούθε έρχεσαι με το βαλιτσάκι;

Όλοι: Καλώς τον…

Γρηγόρης: Καλώς σας βρίσκω, αδέρφια… απ’ τη Πόλη έρχομαι, για δουλειά είχα πάει…

Μάρκος: Κάτσε, μπρε Γρηγόρη, να σε κεράσουμε… Πες μας κάνα νέο από την Πόλη…

Γρηγόρης: Ευχαριστώ, δε θα πιω… Για δουλειές ήμουνα στην Πόλη… Έκλεισα συμφωνία να πουλήσω τα καπνά μου… καλή δουλειά έκανα…

Στρατής: Κοίτα να δεις! Οι Τούρκοι μας σκοτώνουν και ο κυρ-Διακάκογλου κλείνει δουλειές με φούντες…

Μάρκος: Έτσι είναι οι παραλήδες, οι αρχόντοι να ειπούμε… ούτε Αμελέ ταμπουρού, ούτε βασανιστήρια, ούτε κρεμάλα… όλο και βρίσκουν τον τρόπο να τη σκαπουλάρουν…

Γρηγόρης: Γιατί μιλάς έτσι, μπρε Μάρκο; Έκαμα τις δουλειές μου και πέτυχα… Κι ύστερα Ρωμιός είμαι κι γω… Πόσες φορές δε βοήθησα Ρωμιούς; Ρωμιός είμαι, Ελλαδίτης… Πλούσιος μπορεί να ‘μαι, αλλά πονάει και μένα η ψυχή μου να βλέπω τους ομοεθνείς μου να υποφέρουν… Θέλω κι εγώ όπως ούλοι μας, να ξαναγίνουμε ένα με την Ελλάδα, να λευτερωθούμε… Να ξαναγίνουμε η μεγάλη Ελλάδα, μπρε…

Παπα-Φώτης: Αμήν και πότε…

Δάσκαλος: Η αρχαία Ελλάδα! Το ένδοξο Βυζάντιο! Μα που 'ναι κείνα τα μεγαλεία… Δοξασμένα χρόνια…

Γρηγόρης: Θα 'ρθουν, δάσκαλε, Θα 'ρθουν ξανά…

Μάρκος: Κερδίζει η Ανταντ; Τελειώνει ο πόλεμος, μπρε Γρηγόρη; Τι μαθαίνεις;

Γρηγόρης: Πού να ξέρεις; Σάμπως έχουμε και πληροφόρηση; Μα θα τελειώσει, Μάρκο, θα τελειώσει… Σας αφήνω τώρα… Ήρθα απ’ την πόλη και σπίτι μου δεν πήγα ακόμα… Να ’χουμε θάρρος και υπομονή κι όλα κατά πως το θέλει η καρδιά μας θα πάνε… Γεια σας…(κοντοστέκεται) Παπα-Φώτη, δάσκαλε, περνάτε από το σπιτικό μου… Έχουμε να συζητήσουμε… Άντε γεια σας…

(Βγαίνει απ’ τη σκηνή).

Μάρκος: Σαν κάτι παραπάνω να ξέρει ετούτος… Να δούμε τι θα μας φέρει ο χρόνος…

Γιάκωβος: Εγώ μια φορά μπιστοσύνη δεν έχω μήτε στην Ιγγλατέρα μήτε στη Γαλλία… Παιχνίδι στην πλάτη μας θα παίξουν…

Στρατής: Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια…

Παπα-Φώτης: Ο Θεός είναι μεγάλος, αδερφοί… Και αν το θελήσει, που θα το θελήσει, θα μας λευτερώσει… έχουμε το δίκιο με το μέρος μας.

Μάρκος: Να 'ρθει ο τσολιάς στα μέρη μας και τι στον κόσμο! Ας πεθάνω μετά…

Δάσκαλος: Θα ξαναγίνουμε η μεγάλη Ελλάς, αδερφοί… Θα ξυπνήσουν οι αρχαίοι πρόγονοί μας… Τα μνημεία θα λάμψουν… Η Έφεσος, η Σμύρνη, η Αλικαρνασσός, η Κωνσταντινούπολη ξανά Ελληνική γη! Το ωραιότερον όνειρο της ζωής μου… Άμποτε να 'ρθει το πλήρωμα του χρόνου…

Γιαννακός: Σιγάτε, βρε… Κάτσετε πρώτα να γλιτώσουν οι Ρωμιοί απ’ τα Αμελέ ταμπουρού κι αν έρθει η ώρα να κερδηθεί ο πόλεμος και να πατήσει πόδι ο τσολιάς στα χώματά μας, ε τότε το γλεντάμε…

Παπα-Φώτης: Ώρα να φεύγουμε… Να μη φοβάστε αδερφοί… Να ’χετε το Χριστό στην καρδιά σας και όλα καλά θα πάνε…

Μάρκος: Ναι, ώρα να πάμε… Πολύ το αναλύσαμε το πράμα… Ούτε διπλωμάτες να ’μαστε… Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει…Τα ’χει αυτά γραμμένα ο Γιαραμπής… Μόνο να ευχόμαστε να γίνει το καλύτερο για μας…

Παπα-Φώτης: Αμήν! Έχει ο μεγαλοδύναμος!                                

 

Βγαίνουν απ’τη σκηνή. Ακούγεται η πρώτη στροφή του "Καίγομαι καίγομαι" από το "Ρεμπέτικο" του Στ. Ξαρχάκου και μπαίνουν στη σκηνή μισομεθυσμένοι ένας Ρωμιός κι ένας Μεμέτης.

 

ΣΚΗΝΗ Δ'

Ρωμιός: Μπρε, Μεμέτη, καφενέ βλέπω… Πάμε να τσούξουμε άλλο ένα.

Μεμέτης: Κλειστός είναι, μπρε…Πήγε να μεσημεριάσει ο μαγαζάτορας…

Ρωμιός: Κλειστός είναι, μα τραπέζια και καρέκλες έχει να κάτσουμε να πιούμε ακόμα ένα…

Μεμέτης: Και πού να το βρούμε, μπρε, το πιοτί;

Ρωμιός: Μη σε νοιάζει, έκαμα το κουμάντο μου… Για κοίτα εδώ (βγάζει απ’ τη μέσα τσέπη του πανωφοριού ένα μπουκάλι ρακί και το δείχνει).

Μεμέτης: Μπρε, μπρε, μπρε, ζουλάπι είσαι, μπρε Ρωμιέ… Πάμε να καθίσουμε να πιούμε τον πόνο μας, το σεκλέτι μας, μπρε…

(Πάνε και κάθονται)

Ρωμιός: Έλα, μπρε, Μεμέτη, πιες … πιες, μπρε γκαρντάσ’, να πάν’ τα φαρμάκια κάτω … Ε μπρε ζωή άτιμη, μας βούλιαξες… μας ξεζούμισες… Άλλοι μ’ όλες τις χαρές και τα καλούδια  και άλλοι όλη μέρα χαμαλίκι… μεροδούλι, μεροφάι …

Μεμέτης: Κι από πάνω μας ρίχνει η χαμοζωή και καπάκι τον πόλεμο… Σκοτώνονται, μπρε, οι φτωχοί στη δουλειά σκοτώνονται και στον πόλεμο… Σε μας, μπρε, τους πολλούς σκάρτα, πολύ σκάρτα μας φέρθηκε η ζωή…Τι της κάμαμε, μπρε Ρωμιέ;

Ρωμιός: Καλή με τους λίγους, κακιά με τους πολλούς η λεγάμενη …Και δεν έκαμε η άτιμη να ειπούμε όλους τους Τούρκους πλούσιους και όλους τους Ρωμιούς φτωχούς… Διάλεξε, μαθές, λίγους και απ’ τις δυο μεριές και τους έκαμε άρχοντες, και μας τους πολλούς, Τούρκους και Ρωμιούς, μας έκαμε φτωχούς, μας έβαλε στη δούλεψη των αρχόντων, μαθές …

Μεμέτης: Κοίτα να ειδείς πώς τα φέρνει τούμπα η ζωή! Εσύ, μπρε, να 'χεις Τούρκο αφέντη και γω Ρωμιό!

Ρωμιός: Άδικη είναι η άτιμη… Έρχεται η παλιοζωή και σου λέει: εσύ και συ θα τα 'χετε ούλα στη ζωή σας, και λούσα και χτήματα πολλά και παράδες πολλούς! Για σας τους πολλούς, το κοπάδι, δεν έχει μερτικό… Εσάς η μοίρα σάς έταξε να δουλεύετε ολημερίς και να 'στε υποταχτικοί των αφεντάδων..

Μεμέτης: Και παίρνει, μπρε γκαρντάση, το ύφος της το αυστηρό η λεγάμενη και σου κρένει: Αυτή τη ζωή θα κάμετε και δεν έχει μα και ξεμά … και μην σκεφτείτε ποτές να αντισταθείτε και ζητήσετε το παραπάνω.. Δεν έχει για  σας παραπάνω κι αν το ζητήσετε με το ζόρι, ε τότες, θα πιάσει δουλειά το γιαταγάνι…

Ρωμιός: Και γιατί, μπρε παλιοζωή, εγώ να δουλεύω ολημερίς για το Μαχμούτ αφέντη και εκείνος να κάθεται στο παλάτι του και να τρώει και να πίνει απ’ τον ιδρώτα μου; Γιατί, μπρε άτιμη ζωή; Γιατί;

Μεμέτης: Ναι, μπρε αδέρφι… Και το δικό μου τον αφέντη, τον κυρ Χατζηπετρή, γιατί να μην τον βάνει να δουλέψει κι αυτούνος στα χτήματά του; Να δει μπρε τι πα να πει γκασμάς και αξίνα! Και δε λέω, μπρε αδέρφι, να τα μοιράσει ίσα κι ίσα, μισές εγώ στο ζυγό μισές αυτός! Μια βδομάδα μόνο  να του δώκει την αξίνα… να καταλάβει μπρε πως βγαίνει ο παράς.

Ρωμιός: Και δε φτάνει η φτώχεια μας… Μας βάζουν και πολεμούμε κιόλας…

Μεμέτης: Σκοτώνονται, μπρε, τα νιάτα, τα παιδιά μας! Για να πετύχουμε τι, μπρε ,με τον πόλεμο; Τι να μοιράσουμε; Να μοιράσουμε τη φτώχεια και τι μιζέρια μας;

Ρωμιός: Άστα, μπρε Μεμέτη, να πάνε στο διάολο… Όσο τα  κουβεντιάζουμε μ’ ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι… Άντε να πιούμε και το τελευταίο και να ειπούμε και ένα τραγούδι…

Μεμέτης: Να το πιούμε μπρε να το πιούμε … Και να ειπούμε και το τραγούδι… Τούτο μαθές δε μας το απαγόρευσε η ζωή… Απλόχερα  μπρε μας το ’δωκε το τραγούδι… Να το τραγουδάμε, μπρε, και να ξεχνιόμαστε…

 

Τραγουδούν "Μες του Βοσπόρου τα στενά" απ’ τη Μ. Ασία του Απ. Καλδάρα.

Μες του Βοσπόρου τα στενά/ ο Γιάννης κλαίει τα δειλινά

Και ο Μεμέτης πλάι του / πίνει και τραγουδάει του (δις)

Τούρκος εγώ και συ Ρωμιός/ και γω λαός και συ λαός

Εσύ Χριστό και γω Αλλάχ/ όμως κι δυο μας αχ και βαχ (δις)

Με λίγη αγάπη και κρασί/ μεθάω εγώ μεθάς και συ

Πιες λίγο από το τάσι μου/ αδέρφι και γκαρντάση μου (δις)

Τούρκος εγώ και συ Ρωμιός/ και γω λαός και συ λαός

Εσύ Χριστό και γω Αλλάχ / όμως και οι δυο μας αχ και βαχ (δις)

 

ΣΚΗΝΗ Ε’

 Στο σπίτι του Γρηγόρη Διακάκογλου- Η μάνα με τα παιδιά επιστρέφουν απ’ της κυρα-Λωξάντρας.

Μάνα: Ουφ! Μας ζάλισε κι αυτή η Λωξάντρα … Ανοίγει το στόμα της, αρχίζει το λακιρντί και δε λέει να σταματήσει … Πολυβόλο η χριστιανή!

Αλέξης: Εμείς, μια φορά, καλά περάσαμε …

Λενιώ: Χορτάσαμε παιχνίδι …

Μάνα: Κι από τσιγκουνιά η θειά σας, άλλο πράμα … Δε δίνει του Χριστού νερό …

Λενιώ: Εμείς το γλυκάκι μας το φάγαμε …

Μάνα: Και να πεις, μπρε, πως δεν έχει παράδες … Τσιφλίκια ολάκερα έχει ο άντρας της …

Αλέξης: Και ποιος από τους Έλληνες της Σμύρνης δεν έχει παράδες, μάνα ; Αρχόντοι, πλούτια πολλά έχουν…

Λενιώ: Και μεις πλούσιοι είμαστε, τίποτα δε μας λείπει …

Μάνα: Πιάσανε το εμπόριο, γιε μου, οι Έλληνες… Δουλεύουνε με το μυαλό… Πολυμήχανος λαός είμαστε… Μα δεν είναι και ούλοι τους αρχόντοι… Υπάρχει και αργατιά, δουλευτάδες που κυνηγούν το μεροκάματο …

(μπαίνει στη σκηνή ο πατέρας)

Λενιώ: Μάνα, ο πατέρας … Γύρισε ο πατέρας …

Πατέρας: Γεια σας, καλώς σας βρίσκω …

Μάνα: Καλώς τον, καλώς τον …

Λενιώ: Τι μου’ φερες, πατέρα, από την πόλη;

Αλέξης: Και μένα, και μένα … Τι μου ’φερες;

Μάνα: Αφήστε, βρε, τον πατέρα σας να καθίσει, από ταξίδι είναι… Πώς και γύρισες νωρίτερα, Γρηγόρη μου; Αύριο σε περιμέναμε …

Πατέρας: Κάτσε, γυναίκα, να δώσω στα παιδιά τα δώρα και θα τα πούμε… Έλα, Λενιώ μου, πάρε το χρυσαφικό σου … Φόρεσέ το, γιαβρί μου… Μπρε, μπρε, όμορφη κοπέλα που’ χω! Έλα, βρε Αλέξη, πάρε και συ το σταυρουδάκι σου… Να σε φυλάει ο Χριστός, μπρε, να μεγαλώσεις να γίνεις άντρας … Α, έχω και τούτα δω για σας … Τούτο για σένα, Λενιώ μου… Η «Οδύσσεια» είναι… Και τούτο, «Ο Παλαιολόγος», για σένα, μπρε Αλέξη… Να διαβάζετε, μπρε, να μαθαίνετε την ιστορία μας… Πάτε τώρα στο δωμάτιό σας, που’ 'χω να κουβεντιάσω με τη μάνα σας …

Αλέξης: Ευχαριστούμε, πατέρα …

Λενιώ: Να σου δώσω ένα φιλί, μπαμπάκα …

Πατέρας: Άντε, βρε σερσέμικα, άντε τώρα στο δωμάτιό σας …

Μάνα: Για πες μου, Γρηγόρη, τι έγιν … Έκλεισες τη συμφωνία; Τα πούλησες τα καπνά;

Πατέρας: Αμ, αν δε τα πουλούσα, θα γύριζα μια μέρα νωρίτερα, βρε Μαιρούλα; Καπνά άριστα έχουμε, λίρα εκατό… Γιατί να μην πουλήσουμε; Βοήθησαν και οι γνωριμίες μου στην Πόλη και τέλειωσα μια ώρα αρχίτερα τη δουλειά… Καιρός να σας αφήνω μόνους; Δε βλέπεις τι γίνεται; Ο πόλεμος καλά κρατεί στην Ευρώπη… Ο κίνδυνος παραμονεύει… (συνωμοτικά)  Μα καθώς έμαθα από υψηλά πρόσωπα, λίγα είναι τα ψωμιά του Κάιζερ και του Σουλτάνου … Η Αντάτ νικάει και μαζί της και η δική μας η Ελλάδα …

Μάνα: Μακάρι να είναι έτσι, Γρηγόρη μου… Μόνο μην τα λες κι αλλού αυτά και φτάσουν σε τούρκικο αυτί… Καήκαμε, Γρηγόρη μου!

Πατέρας: Τελειωμένα πράγματα, Μαιρούλα, ο πόλεμος σε μήνες τελειώνει… Τα μαντάτα είναι από σίγουρη πηγή …

Μάνα: Μακάρι να 'ναι έτσι… Μα ο κίνδυνος για όλους μας είναι ακόμα εδώ … Α, πέρασε και ο Αλή, ο επιστάτης, από δω… Σε γύρευε… Καλή λαδιά θα ’χουμε και φέτος μου ’πε …

Πατέρας: Δόξα τω Θεώ, βλοημένα χώματα έχουμε …

(χτυπά η πόρτα)

Μάνα: Μπα, ποιος να 'ναι;

Πατέρας: Άνοιξε, ο παπάς με το δάσκαλο θα ’ναι …

Μάνα: Καλώς τους … μπούγιουρουμ, περάστε, καθίστε, να σας κεράσω

Πατέρας: Έλα, παπα-Φώτη, κάτσε, κάτσε και συ, κυρ-δάσκαλε …

Παπα-Φώτης: Έλα, βρε Γρηγόρη, πες τι έχεις να μας μολοήσεις … Τι έμαθες στην Πόλη;

Δάσκαλος: Τι γίνεται, κυρ-Γρηγόρη; Ανησυχούμε …

Πατέρας: Μην ανησυχείτε … Καλά τα νέα που σας φέρνω …

Παπα-Φώτης: Πες μας, βρε βλοημένε, τι συμβαίνει και θα σκάσει το κακαρδάκι μου!

Πατέρας: Ακούστε με καλά… Μόνο τούτα που θα σας πω δεν είναι για το παζάρι … Μόνο για σας είναι και για κανέναν άλλο… Έχω το λόγο σας;

Δάσκαλος: Τον έχεις και τον παραέχεις…

Παπα-Φώτης: Τάφος θα γινώ, μα πες μας επιτέλους…

Πατέρας: Ο πόλεμος θα τελειώσει, αδέρφια! Οι συμφωνίες μαγειρεύονται…Ο ελληνικός στρατός σε λίγο καιρό θα είναι εδώ, στη Σμύρνη…

Παπα-Φώτης: Τι λες, βρε μπίρο μ’!…

Δάσκαλος: Ποιος σου τα ’πε αυτά, κυρ-Γρηγόρη; Είναι από σίγουρη πηγή;

Πατέρας: Την πηγή δεν μπορώ να σας τη φανερώσω… Μα, να ’χετε πίστη σ’ αυτά που σας λέω…

Μάνα: Ελάτε πάρτε τη ρακή σας… Πάρε, παπα-Φώτη, πάρε κυρ-δάσκαλε…

Παπα-Φώτης: Στην υγειά σας, μπρε… Καλώς να ’ρθουν τα στρατά μας να μας λευτερώσουν…

Δάσκαλος: Καλή λευτεριά, αδέρφια…

Πατέρας: Είναι όπως σας τα λέω… Οι Έλληνες θα ’ρθουν, θα ’ρθουν και θα μας λευτερώσουν…

Παπα-Φώτης: Είναι πολύ καλό, μπρε Γρηγόρη, για να το πιστέψω… Δεν ξέρω… Δεν μπορώ…

Δάσκαλος: Θα ’ρθουν οι Έλληνες; Θα ’ρθουν εδώ στη Σμύρνη; Στην Ιωνία μας; Ψυχούλα μου! Θα ενωθούμε ξανά με την Ελλάδα μας! Θα ζωντανέψει ξανά ο Όμηρος! Ω, μα το Δία!

Πατέρας: Ναι, όπως σας τα λέω είναι… Και είναι σίγουρο… Θα διώξουμε τους Τούρκους στα βάθη της Ασίας… Θα τους στείλουμε από κει που ’ρθαν… Και θα μας βοηθήσουν σ’ αυτό και οι σύμμαχοί μας της Αντάντ, Γάλλοι, Άγγλοι και σία…

Δάσκαλος: Μμμμ… Εγώ μια φορά, κυρ Γρηγόρη, κρατάω πισινή για τους συμμάχους μας… Δεν έχω εμπιστοσύνη στη Φραντσία και στην Ιγγλατέρα… Έτσι τα μαγειρεύουν τώρα κι είναι για το καλό μας… μα αύριο δεν ξέρω…

Παπα-Φώτης: Μην αλλάξουν το τροπάρι και από νικητές βγούμε ηττημένοι! Διαόλου κάλτσα είναι τούτοι οι Ευρωπαίοι… Σήμερα τα συμφέροντά τους είναι με μας, αύριο μπορεί να τα φτιάξουν με τους Τούρκους…

Πατέρας: Μην έχετε αμφιβολίες σας λέω… Το πράγμα είναι τελειωμένο… Τα κανόνισε ο Λευτεράκης ο Βενιζέλος… Όλα καλά θα πάνε…

Δάσκαλος: Μεγάλος πολιτικός ετούτουνος ο Βενιζέλος… Αλωνίζει την Ευρώπη… Αυτός θα ξανακάμει τη Μεγάλη Ελλάδα…

(χτυπά η πόρτα – μπαίνει ένας Τούρκος αγάς)

Πατέρας: Ποιος διάολος να ’ναι τούτη την ώρα! Άνοιξε την πόρτα Μαιρούλα να δούμε ποιος κόπιασε στο κονάκι μας…

Μάνα: (υποδέχεται τον Τούρκο αγά) Μπούγιουρουμ εφέντη, μπουγιουρούμ…  Ελάτε, καθίστε να σας φιλέψω…

Αγάς: Γεια σας, μπρε Ρωμιοί, μεγάλος ο Αλλάχ … παρέα, μπρε, σας βρίσκω και με συγχωρνάτε που χαλάω τη κουβέντα σας …

Πατέρας: Τα σέβη μου, εφέντη… Καλώς όρισες…

Παπα-Φώτης και Δάσκαλος: Τα σέβη κι από μας, εφέντη μας…

Πατέρας: Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε κατά δω, αγά; Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω;

Αγάς: Τίποτα, ωρέ  μπίρομ…Δεν ήρθα για ρουσφέτια στο σπιτικό  σου… Ένα χρέος μόνο να  ξεπληρώσω…

Πατέρας: Χρέος; Τι  χρέος, αγά  μου;

Αγάς: Εδώ, μπρε, δεν είναι το σπίτι του Γιωργάκηεφέντη;

Πατέρας: Εδώ είναι, αγά μου…Ο πατέρας μου είναι, μα απόθανε… Πάνε δυο χρόνια  τώρα…

Αγάς: Απόθανε; Μπρε  μπρε  μπρε! Τι μου λες! Και ποιος είναι τώρα  στο πόδι του;

Πατέρας: Εγώ, αγά  μου…Στους  ορισμούς  σας…

Αγάς: Ήρθα, μπρε, να  σε πλερώσω

Πατέρας: Να με πλερώσεις; Τι να με πλερώσεις, αγά  μου;

Αγάς: Έχω, μπρε, ένα παλιό χρέος στον πατέρα σου… Τώρα  ευκολύνθηκα από παράδες και ήρθα  να πλερώσω… Και να με συμπαθάτε που άργησα… Για κοίτα, μπρε, στα δεφτέρια  σου… Εκεί  θα 'χει  και το χρέος μου …

Πατέρας: Αμέσως… μα, αγά  μου…

Αγάς: Δεν έχει, μπρε, μα και  ξεμά… Βρες το χρέος μου να σε ξεπλερώσω …Δε θέλω, ωρέ  μπίρομ’ να  το ‘χω βάρος στην ψυχή μου…

Πατέρας: (κοιτάει σ' ένα δεφτέρι) Ό,τι πεις εσύ, αγά  μου…Να, τούτο το δεφτέρι είχε ο πατέρας μου  για τα βερεσέδια…

Αγάς: Κοίτα καλά, μπρε, και βρες το χρέος μου…Ο Ισμαήλ αγάς δε θέλει να 'χει χρωστούμενα… Βρήκες τίποτα;

Πατέρας:  Νάτος, τον εβρήκα το λογαριασμό σου, Ισμαήλ αγά…Να εδώ είναι… Εκατό λίρες είναι το  χρέος σου.

Αγάς: Αφεριμ! Πάρε, μπρε, τις εκατό και δέκα παραπάνω.

Πατέρας: Μα τι κάνεις εκεί, αγά  μου… Πάρε πίσω τις δέκα λίρες… Εκατό είναι το χρέος σου… Δε  θέλω παραπάνω…

Αγάς: Δεν είναι παραπάνω, μπρε…το διάφορο είναι…το χρήμα γεννάει και άργησα να ξοφλήσω… Ούτε άτιμος ούτε ναμκιώρης είμαι…

Πατέρας: Άφεριμ, αγά μου… Το δέχομαι και το διάφορο… Να ’σαι καλά…

Αγάς: Φεύγω, μπρε, τώρα…Ησύχασε η ψυχή μου… Ξόφλησα το χρέος μου…Γεια σας, μπρε Ρωμιοί…

Πατέρας: Κάτσε, αγά μου, να φέρει η κυρά το κέρασμα…

Μάνα: (εμφανίζεται) Κάτσε, αγά μου, έτοιμο το ’χω το φίλεμα…

Αγάς: Δε χρειάζεται, μπρε… Η καλή καρδιά μετράει… Άντε σας, καλό βράδυ… Έχω δρόμο πολύ να κάμω…

Όλοι: Στο καλό, αγά Ισμαήλ, καλό δρόμο…

Πατέρας: Είναι καλοί οι απλοί άνθρωποι… Έχουν μπέσα, έχουν καρδιά… Τι κι αν είσαι Έλληνας ή Τούρκος… Η καρδιά και η ψυχή μετράει…

Παπα-Φώτης: Κόβονται, μπρε Γρηγόρη, οι απλοί άνθρωποι της Τουρκιάς για μας… Αιώνες ζούμε μαζί…

Δάσκαλος: Τούτοι οι απλοί άνθρωποι της Τουρκιάς θέλουν τη φιλία μας όπως και μεις χρειαζόμαστε τη δική τους… Μα σ’ αφήνουν οι δυνατοί της γης;

Πατέρας: Στο βάθος της ψυχής ούτε αυτοί μας μισούν ούτε εμείς τους μισούμε… Πόσα δεν περάσαμε μαζί! Ζωές ολάκερες! Μα έρχονται έτσι τα πράγματα, τα φέρνει καπάκι η ζωή και μακελιεβόμαστε… Ας πάει λοιπόν στο καλό ο Ισμαήλ αγάς και μεις ας συνεχίσουμε την κουβέντα μας…

Παπα-Φώτης: Τι να κάμουμε, μπρε Γρηγόρη, απ’ το να περιμένουμε; Αν είναι έτσι όπως τα λες και έρθουν οι Έλληνες, δεν έχουμε παρά να το βουλώσουμε και να καρτερούμε να γιορτάσουμε την Ανάσταση!

Δάσκαλος: Δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτ’ άλλο απ’ το να περιμένουμε…

Πατέρας: Πώς δεν μπορείτε, βρε Ρωμιοί; Ψάξτε και ξεχώστε τις γαλανόλευκες που ’χετε στα σεντούκια σας… Πλύντε τες, σιδερώστε τες, να τις έχετε, μπρε, έτοιμες σαν έρθουν οι δικοί μας… Τον Τούρκο ως την Κόκκινη Μηλιά θα τον φτάσουμε! Κι αν έτσι τα γυρνά η ιστορία, έτσι πρέπει να πράξουμε… Καλή η φιλία με τον απλό Τούρκο μα σαν είσαι σε πόλεμο αυτά πάνε στην άκρη… Το εθνικό συμφέρον πάνω απ’ όλα!

Παπά-Φώτης: Εντάξει, μπρε Γρηγόρη, αν είναι έτσι όπως μας τα ‘πες , θα κάνουμε και εμείς το χρέος μας,…

Δάσκαλος: Πάνω απ’ όλα το έθνος μας, η πατρίδα! Να ζωντανέψει ο ελληνικός πολιτισμός, να φτιάξουμε την μεγάλη Ελλάδα!

Παπά- Φώτης: Άντε μας να πάμε…Και όλοι μας θα κάμουμε το χρέος μας, Γρηγόρη…

Πατέρας: Μόνο σε πολύ έμπιστους να πείτε αυτά που κουβεντιάσαμε …

Δάσκαλος: Καλό βράδυ, κυρ-Γρηγόρη, καλό βράδυ κυρά-Μαρούλα … Μακάρι να γίνουν όλα κατά πως συμφέρει το έθνος … Απόψε σίγουρα θα δω τον παππού- Όμηρο στον ύπνο μου…

Πατέρας και μάνα: Καλό σας βράδυ, να πάτε στο καλό…

 

                                        

  ΣΚΗΝΗ  ΣΤ’

(Βγαίνει ο τελάλης και αναγγέλλει τον ερχομό των Ελλήνων – Ακούγεται  μουσική: Το εμβατήριο της Σμύρνης)

Τελάλης: Δεν πέρασε χρόνος και το όνειρο αιώνων έγινε πραγματικότητα. 2 Μαΐου του 1919, μέρα σημαδιακή, μέρα αναστάσιμη. Οι Έλληνες ήρθαν! Και αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Σμύρνης. Στρατός Ελληνικός στη Σμύρνη! Μην είναι θάμα! Και όμως είναι εδώ ολοζώντανοι, χειροπιαστοί και σουλατσέρνουν στην προκυμαία και στους δρόμους της Σμύρνης! Πάνοπλοι! Με κανόνια, όπλα, και σπάθες! Οι Τούρκοι έντρομοι μάζεψαν ότι μπορούσαν  πρόχειρα και τράπηκαν σε φυγή. Πού βρήκαν τόσες σημαίες οι Έλληνες Σμυρνιοί! Από πού τις ξέθαψαν και σε κάθε μπαλκόνι ανέμιζε και από μια και χιλιάδες ανεμίζουν στους δρόμους! Δεν το χωρούσε ο νους, δεν το χωρούσε η καρδιά τους! Τόσοι ευτυχία πώς να την αντέξουν!

Φεύγει ο τελάλης–Δυναμώνει η μουσική και ξεχύνονται στην σκηνή τα παιδιά ανεμίζοντας σημαίες  ελληνικές και φωνάζαν: "Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Ιωνία η ελληνική! Η Σμύρνη είναι ελεύθερη! Ήρθαν οι Έλληνες! Ήρθαν οι Έλληνες! Λευτεριά, λευτεριά! Η Ιωνία είναι ελεύθερη! Ζήτω η μεγάλη Ελλάδα! Ήρθαν οι Έλληνες! Χριστός ανέστη, αδερφοί!"

 

ΣΚΗΝΗ Ζ’

Στο σπίτι πάλι του Γρηγόρη Διακάκογλου

Μάνα: Πέρασε τόσος καιρός Γρηγόρη μου, κι ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω…Ήρθαν οι Έλληνες! Είμαστε λεύτεροι!

Πατέρας: Ήρθαν, Μαιρούλα, είναι εδώ μαζί μας… Και τέτοια χαρά δεν ματαείδαν τα ματάκια μου… Μεθύσαμε, τραγουδήσαμε…..

Μάνα: Να φανταστείς, Γρηγόρη μου, πως τέτοιο ήταν το θάμα, που άπλωνα τα χέρια μου να πιάσω τους Έλληνες φαντάρους να βεβαιωθώ πως είναι αληθινοί και όχι πλάσματα της φαντασίας μου.

Πατέρας: Ε ρε Ελλαδίτσα μου, νταρντάνα μού ‘γινες, κυρά μου! Ο εθνάρχης ο Βενιζέλος την υπόγραψε τη συνθήκη…την έφτιαξε την Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών! Ε ρε ψωροκώσταινα, με τόσα πλούτια τούτο δω το μαστάρι της Ιωνίας μπορεί να θρέψει όχι μια αλλά δέκα Ελλάδες! Τα παιδιά πού είναι, Μαιρούλα; Που τριγυρνάνε;

Μάνα: Από τότε που ’ρθε ο στρατός μας με μια σημαία ελληνική γυρνάνε στους δρόμους και τραγουδούν….

(μπαίνουν τα παιδιά κρατώντας σημαίες ελληνικές και τραγουδώντας «Ο στρατός της Ελλάδος περνά»)

Πατέρας: Πού είστε, βρε; Πού γυρνάτε; Ακόμα δεν συνήλθατε από τη χαρά;

Αλέξης: Στους δρόμους πατέρα… Τραγουδούμε μ’ όλη μας την ψυχή ελληνικά τραγούδια μαζί με τους φαντάρους μας…..

Λενιώ: Στην Κόκκινη Μηλιά θα τους πάμε πατέρα τους Τούρκους… Ο ελληνικός στρατός προχωράει και έχει όλο νίκες! Οι Τούρκοι φεύγουν σα λαγοί!

Αλέξης: Ο στρατός μας σε λίγες μέρες θα ελευθερώσει και το Αϊντίνι 

Λενιώ: Και το Αϊντίνι θα πάρουμε κι όλους τους δικούς μας τόπους …

Πατέρας: Προχωρούν τα παλικάρια μας… Ρουθούνι τούρκικο δε θα αφήσουν… Να βγάλουμε τα σπασμένα τόσων χρόνων… Στην Άγκυρα θα φτάσουμε…

Μάνα: Κάνα νεότερο από την Αθήνα έχουμε, Γρηγόρη;

Πατέρας: Ό,τι ξέρετε εσείς, ξέρω και γω, ό,τι διαβάζω στις εφημερίδες… περιμένω από στιγμή σε στιγμή τον ξαδερφό μας τον Αρίστο να μας πει τίποτα καινούριο…Αυτός νταραβερίζεται με διπλωμάτες …

Μάνα: Ε βέβαια … Μεγάλος και τρανός ο Αρίστος…

(χτυπά η πόρτα)

Πατέρας: Άνοιξε, Μαιρούλα, αυτός θα είναι.

Μάνα: Καλώς τον Αρίστο μας .. Έλα κάτσε να μας πεις νέα.

Παιδιά: Γεια σου, θείε Αρίστο (τρέχουν κοντά του)

Πατέρας: Γεια σου, Αρίστο .. Έλα κάτσε…

Αρίστος: Ουφ!… Πολλή φασαρία, βρε παιδί μου, στους δρόμους … Παντού στρατός… Ανάστατη είναι ολάκερη η Σμύρνη…

Αλέξης: Είδες, θείε Αρίστο, ήρθαν οι Έλληνες.

Λενιώ: Είμαστε λεύτεροι, θείε Αρίστο, είμαστε λεύτεροι …

Πατέρας: Για πες μας, Αρίστο, τι μαθαίνεις; Υπάρχει τίποτα νεότερο;

Αρίστος: Ο στρατός προχωράει, μα στην Αθήνα αλλάζουν τα πράματα…

Πατέρας: Τι .. τι έγινε, Αρίστο;

Αρίστος: Ο Βενιζέλος πέφτει…. Ξανάρχεται ο βασιλιάς Κωνσταντίνος..  σε δυο κομμάτια μοιράστηκε η Ελλάδα…

Μάνα: Άσχημο μαντάτο αυτό…

Πατέρας: Τι λες, βρε παιδί μου! Πώς τον φέρνουν τούμπα το λαό! Ακούς να χάσει ο Βενιζέλος, ο εθνάρχης! Ας είναι…Όλοι Έλληνες είμαστε, κι αυτοί που φτιάχνουν τη νέα κυβέρνηση την πονάνε την πατρίδα …

Αρίστος: Οι Αγγλογάλλοι δεν είδαν με καλό μάτι την αλλαγή αυτή. Είναι γερμανόφιλος λένε ο Κωνσταντίνος… Δεν τη βλέπω σίγουρη την προέλαση του στρατού μας… Έπρεπε να προετοιμαστούμε καλύτερα… Πώς να στο πω; … να δένεται κάθε νίκη, να κατοχυρώνεται… Και τι γυρεύουμε στην Άγκυρα, μου λες;

Πατέρας: Φοβάσαι,  Αρίστο  μου, αντεπίθεση των Τούρκων; Μα η Τουρκία, αγαπητέ μου, ξόφλησε   πλέον, πάει… Για πτώματα θα μιλήσουμε τώρα;

Αρίστος: Δεν ξόφλησε, Γρηγόρη... Ο Νουρεντίν πασάς θα απαντήσει… Οργανώνει στρατό και  αντάρτες, που είναι και αυτοί έτοιμοι να πεθάνουν για την Τουρκία…Να δώσει ο Θεός να βγω γελασμένος…

Πατέρας: Που ζεις, μωρέ Αρίστο, που ζεις! Δε  βλέπεις, καημένε μου, που τους πήραμε φαλάγγι τους  Τούρκους;

Αρίστος: Πάντως, Γρηγόρη, δε ζω στα σύννεφα όπως εσύ…  Κι αν τα σκέφτομαι αυτά, τα σκέφτομαι  για να πάρω τα μέτρα μου… Το ίδιο κάνουν όλοι οι μυαλωμένοι άνθρωποι…Και να’ ξέρεις πως τώρα είναι μοναδική ευκαιρία να βγάλουμε χρήματα στο εξωτερικό… να φροντίσουμε για καμιά καλή  τοποθέτηση στη Γερμανία, τώρα που εκεί πουλιούνται  για έναν παρά τα ακίνητα…

Πατέρας: Το νου σου στον παρά εσύ, Αρίστο… Εδώ ο κόσμος καίγεται…

Αρίστος: Αμ έτσι είναι, Γρηγόρη μου, έμποροι είμαστε, δεν είμαστε ποιητάδες…Πού  ξέρεις τι γίνεται αύριο; Μπορεί οι σύμμαχοί μας να μας πουλήσουν, να τα φτιάξουν οι Αγγλογάλλοι με τους  Τούρκους…

Πατέρας:  Μα στο Θεό σου, Αρίστο! Πού  σκαρφίστηκες πάλι αυτές τις παραδοξολογίες; Αμ με το συμφέρον μοναδικό οδηγό δε λευτερώνονται οι πατρίδες, Αρίστο!…Θέλει αρέτην και τόλμην η ελευθερία …

Αρίστος: Μπας και νομίζεις πως θα ανοίξουν οι δουλειές μας με τους Έλληνες; Εγώ σου λέω πως  θα  μας πατήσουν φορολογία χειρότερη απ’ το χαράτσι των Τούρκων !

Πατέρας: Για κοίτα, μωρέ, κάτι πατριώτες! Πρώτα σκέφτονται την τσέπη τους κι ύστερα το εθνικό συμφέρο… Τσάμπα τη θέλει η αφεντιά σου η λευτεριά;

Αρίστος: Πρώτα το στομάχι, αγαπητέ μου … Το χορτάτο στομάχι είναι η λευτεριά …

Πατέρας: Μόνο που η αφεντιά σου δε σκέφτεται το άδειο στομάχι του κοσμάκη, μα τη λαιμαργία  των χορτάτων…

Αρίστος: Διαφορετικές αντιλήψεις βλέπεις, αγαπητέ μου…Εσύ είσαι απ’ αυτούς που χορταίνουν με ανδριάντες, λόγους και κουραφέξαλα…

Πατέρας: Τι να σου πω, Αρίστο, τι να πω! Για άλλους όμως τα κουραφέξαλα είναι το παν στη  ζωή! Διαφορετικές αντιλήψεις δυστυχώς, όπως το ’πες… Λυπάμαι, Αρίστο…

Αρίστο: Καλά, Γρηγόρη μου,  καλά… Έτσι είναι, ο καθένας με τις αντιλήψεις  του…  Πρέπει να φύγω τώρα…  Έχω ένα σημαντικό ραντεβού για δουλειές… Σας χαιρετώ…

Μάνα: Στο  καλόΑρίστο… Και  να  προσέχεις,  μέρες  που  είναι…

Αλέξης- Λενιώ: Γεια σου, θείε Αρίστο, χαιρετισμούς στη θεία και τα ξαδερφάκια  μας…

Πατέρας: Να πας στο καλό, Αρίστοκαι μη μας ξεχνάς… Αν μάθεις τίποτα σημαντικόνα με  ενημερώσεις… Άντε στο  καλό…

Μουσική-τραγούδι                  

 

ΣΚΗΝΗ  Η’

Τελάλης :Ο ελληνικός στρατός  έφτασε  ως το  Σαγγάριο. Μα  οι χαρές της νίκης έμελλε να γίνουν θηλειά, βρόγχος, στο λαιμό της Ελλάδας. Για τους συνετούς τα σήματα κινδύνου είχαν φανεί πολύ νωρίτερα. Ο διχασμός των Ελλήνων,  οι ανίκανες κυβερνήσεις, το διπλό παιχνίδι των Αγγλογάλλων  -των συμμαχών μας τρομάρα  μας– η  προέλαση του στρατού μας ως τα βάθη της Ασίας και η απομάκρυνση του από τους τόπους ανεφοδιασμού ήταν τα δείγματα της καταστροφής που έρχονταν. Οι Τούρκοι υποχωρούσαν στήνοντάς μας παγίδες. Ο Κεμάλ και ο Νουρεντίν πασάς με χιλιάδες αποφασισμένους Τούρκους ακονίζουν τα μαχαίρια τους…Ο στρατός μας εξουθενωμένος από τους συνεχείς πολέμους, χωρίς ηθικό σθένος υποχωρεί άτακτα και η μπόρα έρχεται, η καταστροφή φτάνει… Και τι καταστροφή, μπρε! Τέτοιο γιαγκίνι δε ματάγινε! Αλίμονο στους  Ρωμιούς!

 

(Στο σπίτι του Γρηγόρη Διακάγλου)

Μάνα: (νευρική, ταραγμένη) Ούχουου καταστροφή! Χάθηκαν  όλα! Δεν  πρόλαβε  να  γελάσει  το  χειλάκι των Ρωμιών. Οι  Τούρκοι  έρχονται…  Πρέπει  να  φύγουμε… Και πώς  να  φύγουμε;  Μυριάδες περιμένουν στο λιμάνι…Και ο  Γρηγόρης μου; Δε φάνηκε ακόμα…  Να βρήκε τρόπο να περάσουμε απέναντι; Να μαζέψω μου ’πε τα απαραίτητα, να ’μαστε έτοιμοι για το φευγιό… Τι να πάρεις μαζί σου, τι να αφήσεις; Χωρούν σε δυο μπόγους μνήμες αιώνων;

(μπαίνει ο πατέρας)

Τι έγινε, Γρηγόρη μου; Θα φύγουμε; Βρήκες τρόπο; θα μας σφάξουν, Γρηγόρη…..

Πατέρας: (κάθεται αποκαμωμένος στην καρέκλα) Τίποτα, Μαιρούλα… Δεν έκαμα τίποτα… και πώς να κάμω; Όλοι θέλουν να φύγουν να γλιτώσουν απ’ το μαχαίρι των Τούρκων…Στο λιμάνι ένας χαμός… Χάνεται η ρωμιοσύνη της Ιωνίας, ξεριζώνεται… Τα παιδιά που είναι;

Μάνα: Κλεισμένα στο δωμάτιό τους, φοβούνται και κλαίνε.. Τι θα κάνουμε, Γρηγόρη;

Πατέρας: (σηκώνεται και πηγαινοέρχεται νευρικά) θα δούμε… δε χάθηκαν οι ελπίδες… ίσως βρούμε κάτι.. φτου, μας πουλήσαν οι άτιμοι οι Άγγλοι, μας πουλήσαν τα τομάρια… Σε δυο μέρες οι Τούρκοι θα μπούνε στη Σμύρνη και γράψε αλίμονο…

Μάνα: Καλά το 'λεγε ο Αρίστος πως δεν έχουν μπέσα ετούτοι, το συμφέρον τους και μόνο το συμφέρον τους…

Πατέρας: Ψυχρή διπλωματία, Μαιρούλα, μα τώρα τι κάνουμε; Μάζεψες τα πράγματα; Και τι να μαζέψεις;

Μάνα: Τούτο δω το μπόγο και το βαλιτσάκι, Γρηγόρη…

(μπαίνει ο Αρίστος)

Αρίστος: (βιαστικός, ταραγμένος κι αυτός) Γεια σας, ακόμα εδώ είστε; Θα μας σφάξουν… έρχονται οι Τσέτες… Δε στα 'λεγα, Γρηγόρη;

Πατέρας: Πανάθεμα τους κερατάδες, μας πούλησαν… είχες δίκιο Αρίστο, μα δεν είναι ώρα για απολογισμούς τώρα…

Αρίστος: Όπου περνούν οι Τούρκοι δεν αφήνουν τίποτα όρθιο … φωτιά και τσεκούρι.

Μάνα: Πρέπει να φύγουμε, Αρίστο, μα πώς ;

Πατέρας: Θα κατέβουμε στο λιμάνι , κάτι θα βρούμε …

Αρίστος: Άστο σε μένα, Γρηγόρη … μην ανησυχείτε … έχω κανονίσει …

Γρηγόρης: Μα πώς, Αρίστο;

Αρίστος: Έχω πληρωμένο καικτσή… Πολλά μου πήρε, μα δεν πειράζει…

Μάνα: Δόξα τω Θεώ … Θα γλιτώσουμε … Πάω να φέρω τα παιδιά …

Αρίστος: Πρέπει να κάνουμε, όμως, γρήγορα, ο άνθρωπος περιμένει …

Πατέρας: Μαιρούλα, μπρος, πάρε τα παιδιά, φεύγουμε… Είναι σίγουρο, Αρίστο, πως θα μας περιμένει ο καϊκτσής;

Αρίστος: Δικός μου άνθρωπος  είναι,  Γρηγόρη,  δε θα μας πουλήσει… Τούρκος, φίλος μου είναι, έχει  υποχρέωση σε μένα…

Πατέρας: ΕλάτεΜαιρούλα, φεύγουμε… Ανάθεμα στους άτιμους  που μας ξεριζώνουν!

(Παίρνουν δυο μπόγους και βγαίνουν βιαστικά. Η  Λενιώ  μένει  στη  σκηνή  και απευθύνεται στο κοινό)

Λενιώ: Πόλεμος! Δεν υπάρχει μεγαλύτερο άδικο απ’ τον πόλεμο…Αχ και να ήξεραν οι μεγάλοι  πόσο  πονούν τα παιδιά! Τι κι  αν είναι Τουρκάκια, τι κι αν είναι Ελληνάκια! Καρδούλα, ψυχούλα έχουν όλα …Γιατί; Γιατί οι Τούρκοι σκότωσαν τον Ανδρόνικο και τη Φωτεινή; Γιατί οι δικοί μας σκότωσαν τα  παιδιά του Αλή και του Μουσταφά; Γιατί τώρα πάλι οι Τούρκοι μας σκοτώνουν και μας  ξεριζώνουν; Χρόνια και χρόνια ζούσαμε σε τούτα τα χώματα πλάι πλάι με τους Τούρκους, και μας  καλημερίζανε;  Τι είναι, λοιπόν, αυτό το φοβερό πράγμα που λέγεται πόλεμος και που βγάζει τους ανθρώπους από  τα συγκαλά τους και τους μαυροντύνει και καίει τα αγαπημένα μας σπίτια και  σκοτώνει και τους  ζωντανούς και σκοτώνει και τη χαρά;

 

ΣΚΗΝΗ Θ’

Στο βίντεο προβάλλεται το ντοκιμαντέρ της καταστροφής της Σμύρνης. Παιδιά μπαίνουν στη σκηνή φωνάζοντας με αλαλαγμούς: "Φωτιά! Φωτιά! Καίνε τη Σμύρνη μας! Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη! Στο λιμάνι, στο λιμάνι να σωθούμε! Παναγιά μου, βοήθησέ μας! Τούρκοι, Τσέτες! Μας σφάζουν! Φωτιά ! Φωτιά! Η Σμύρνη καίγεται! Στο λιμάνι, στα καράβια να σωθούμε! Μας πούλησαν οι σύμμαχοι! Τον άτιμο το Στεργιάδη μας πούλησε κι αυτός! Να φύγουμε να σωθούμε! Στο λιμάνι! Όλοι στο λιμάνι! Έλεος, βοήθεια! Σώστε μας!"

Ταυτόχρονα η χορωδία τραγούδι το τραγούδι του Απ. Κάλαρα « Η Σμύρνη, μάνα, καίγεται» από το δίσκο, «Μικρά Ασία».

Φεύγουν όλοι απ’ τη σκηνή, το βίντεο συνεχίζει να παίζει και η χορωδία τραγουδάει το Σμυρνέικο: ’’Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι’’.

 

ΣΚΗΝΗ Ι’

Σκηνικό: Σ’ ένα απροσδιόριστο μέρος της Ελλάδας, στην πλατεία μιας κωμόπολης, αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Τελάλης: Και τώρα να ειπούμε εγώ τι είμαι; Τελάλης μια φορά δεν είμαι πια... Σπίτι δεν έχω, δουλειά δεν έχω... Πρόσφυγας είμαι... Πρόσφυγας μικρασιάτης... Ξεριζωμένος είμαι... Παρατήσαμε σκοτωμένα παιδιά και γιους άταφους... Βαλθήκαμε να τρέχουμε, να φεύγουμε κυνηγημένοι απ’ το Τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου... Ενάμισι εκατομμύριο ψυχές ξεμπάρκαραν  στα λιμάνια της Ελλάδας με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος "πρόσφυγες"... Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πώς να ζήσουν; Σαν πατήσαμε στο στέρεο έδαφος, μετρηθήκαμε ξανά και ξανάγια να δούμε πόσοι φτάσαμε και πόσοι λείπουν... Και λείπουμε πολλοί. Στριφογυρίζουμε τώρα πρόσφυγες στο καύκαλο της ΕΛΛΑΔΑΣ και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης!  Ψάχνουμε για τον αίτιο, αναθεματίζουμε τον  ουρανό, τη γης,  τον Κεμάλ, τον Κωνσταντίνο, το Βενιζέλο, την Αντάντ, τον πόλεμο...

Και τώρα ποιος είμαι; Τελάλης πια δεν είμαι... Δουλειά, σπίτι δεν έχω... Πρόσφυγας είμαι... Μικρασιάτης πρόσφυγας...   ( βγαίνει από την σκηνή)

 Η χορωδία τραγουδά το τραγούδι από τη Μικρά Ασία  του Απ. Καλδάρα «Προσφυγιά», μπαίνουν στη σκηνή οι πρόσφυγες και ακούγεται το κομμάτι «Ξεριζωμός» από το «Μεγάλο μας τσίρκο», του Στ Ξαρχάκου. Εμφανίζονται οι ντόπιοι κάτοικοι και υποδέχονται τους πρόσφυγες.

 

Μάρω: Οι πρόσφυγες!! Ήρθαν οι πρόσφυγες!

Φωνάζουν και οι άλλοι ντόπιοι καθώς εμφανίζονται στη σκηνή: Ήρθαν οι πρόσφυγες, οι Μικρασιάτες.. Έφτασαν οι πρόσφυγες!

Δημητρός ( πλησιάζει τους πρόσφυγες): Ελόγου σας, το λοιπόν, είστε οι πρόσφυγκοι;

Κατερίνα: Σαν τι κοπιάσατε να κάνετε στα μέρη μας ;

Μάρω: Δε φοράτε σαλβάρια και φερετζέδες;

Αντώνης: Απ' τη Σμύρνη έρχεστε;  Δε θέλουμε πρόσφυγες εδώ.

Λάμπρος: Τι γυρεύετε εδώ; Τόπο γυρεύετε; Δεν έχουμε … Τούτη η ξερολιθιά δεν μπορεί να θρέψει  εμάς τους ντόπιους, θα θρέψει κι εσάς;

Βασιλική: Πού είναι τα παιδιά μας; Γιατί φορτώσατε την αφεντιά σας στα βαπόρια και αφήσατε τα παιδιά μας τους φαντάρους οπίσω σας;

Δημητρός: Να φύγετε, δεν έχει ζωή για σας εδώ…

Παπα-Φώτης: Γιε μου, εγώ είμαι ο παπα-Φώτης… Απ' τη Σμύρνη ερχόμαστεΤούτοι εδώ που βλέπεις  νοικοκυραίοι ήσαν μέχρι χτες …Και τώρα τούτες τις ψυχές μού τις μπιστεύτηκε  ο Θεός. Μας έκαψαν οι Τούρκοι, μας έδιωξαν απ' τα χώματά μας… Σκότωσαν όσους μπόρεσαν, εμείς γλιτώσαμε… Πήραμε των ομματιών μας, μπήκε μπροστά ο Χριστός, και ακολουθούμε … Γυρεύουμε καινούρια χώματα να πιαστούμε …

Δάσκαλος: Αδέρφια σας είμαστε … Απ' την  Ιωνία, την αρχαία Ιωνία, την Ιωνία του Ελληνισμού …

Γρηγόρης: Νοικοκυραίοι ήμασταν, τα χώματά μας πλούσια… τα χάσαμε όλα… Πατρίδα ζητάμε, τόπο να πιαστούμε… Την ίδια γλώσσα μιλάμε, στο Χριστό πιστεύουμε… Αδέρφια σας είμαστε… Να μείνουμε εδώ να ζήσουμε ζητούμε, να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας.

Παπα-Φώτης: Μας βρήκε η συμφορά … Έλληνες είμαστε κι εμείς … μεγάλη γενιά, δεν πρέπει να χαθούμε … Χιλιάδες χρόνια ζούμε, χιλιάδες ακόμα θα ζήσουμε …

Μανώλης: Γιατί, βρε, τους αποπαίρνετε τους ανθρώπους; Δικοί μας είναι… Έλληνες της Ιωνίας … Δικοί μας άνθρωποι, αδέρφια μας …

Μάρω: Για τούτους σκοτώθηκε ο γιος μου στο Εσκή Σεχίρ… Τούτοι όμως γλιτώσαν … Το γιο μου, το Δημητρό, τον τρώνε τα κοράκια στο Σαγγάριο…

Παυλής: Και τι σου φταίνε οι άνθρωποι, Μάρω; Οι δικοί μας οι κυβερνήτες στείλανε τα παιδιά μας  εκεί και φάγαμε το κεφάλι μας… Απ’ το βασιλιά και τους άλλους να ζητήσουμε τον λογαριασμό … Aυτοί πρέπει να πληρώσουν  για την  καταστροφή… Σύρε, βρε  Μανωλιό, να φωνάξεις τον προεστό να δούμε τι θα κάμουμε, πώς θα βολευτούν οι άνθρωποι…

Μανώλης: Πάω, Παυλή…

Παυλής: Κι ύστερα, μαθές, η κυβέρνηση τους έστειλε εδώ… Δεν ήρθαν μοναχοί τους…

Αντώναρος: Σαν τους έστειλε η κυβέρνηση, αυτήνα να τους βολέψει… αλλά όχι σε μας…Δε θέλουμε τους Τουρκόσπορους στον τόπο μας…

Γιαννακός: Κακό λόγο ξεστόμισες, αδέρφι… Το ίδιο θα μπορούσα να πω κι εγώ… Τετρακόσια  χρόνια σκλάβοι των Τούρκων ήσαστο,  μα δε βγαίνει τούτος ο λόγος  απ’ το στόμα μου…

Παυλής: Ηρεμήστε… Δεν είναι ώρα για τσακωμούς… Κάτσετε να ’ρθει ο προεστός να δούμε τι θα αποφασίσουμε…

Παπα-Φώτης: Ειρήνη ημίν, αδερφοί, μας βλέπει ο Χριστός, μη φαγωθούμε μεταξύ μας…

(ακούγεται σούσουρο) Έρχεται ο προεστός … Έρχεται ο προεστός .

Προεστός: Τι’ ναι, μωρέ, τούτοι που ’ρθαν στον τόπο μας ;

Γρηγόρης: Πρόσφυγες είμαστε, άρχοντά μου… Πρόσφυγες απ’ τη Μ . Ασία, απ’ τη Σμύρνη…

Γιάκωβος: Αρχόντοι ήμαστο και μείς στον τόπο μας, νοικοκυραίοι… Μοίρα κακιά μας έριξε στα μέρη σας…

Προεστός: Και τι θέλετε, μωρέ, στον τόπο μας; Τι θα κάμετε εδώ; Ποιος είναι ο μπροστάρης σας;

Παπα-Φώτης: Εγώ, προεστέ μου, ο παπα-Φώτης… Ήρθαμε εδώ να μείνουμε και θα μείνουμε… Ο Θεός  είναι μεγάλος…

Προεστός: Άσε το Θεό στην ησυχία του, παπά…Ο τόπος μας δεν μπορεί να σας θρέψει…Δεν αντέχει άλλους…Και σα μου λες για το Θεό, μαθές, να σου πω και τούτο…Τι κρίματα  κάματε; Τι αμαρτίες και πέσατε σε συμφορά;

Πάπα-Φώτης: Σαν είναι αμαρτία να θες τη λευτεριά, καλά τα λες, άρχοντά μου. Μα σεις στείλατε το στρατό να μας λευτερώσει και μας κάψατε …Τα χάσαμε όλα …Κι αν είστε εσείς σήμερα πλούσιοι και μεις φτωχοί και ζήτουλες, ίσοι είμαστε μπροστά στο Θεό που πιστεύουμε... Μπορεί και να είμαι εγώ  πιο κοντά στο Θεό, γιατί πεινώ …Ακούστε, χριστιανοί, ακούστε το λόγο μου…

Αντώναρος: Δε θέλουμε να ακούσουμε, παπά…να τα μαζέψετε και να φύγετε από τον τόπο μας, να πάτε να ζήσετε αλλού …

Προεστός: Σώπα, Αντώναρε, άστον να μιλήσει …

Παυλής: Άστε τον να μιλήσει… Δεν τον βλέπετε που καίγεται από Ελλάδα…Απ’ την ίδια ρίζα βγήκαμε…Το ίδιο καψαλισμένο δέντρο είμαστε…

Δάσκαλος: Απ’ τη γενιά του Ομήρου, ίδια γενιά, αδερφοί…

Προεστός: Μίλα, παπά…

Παπα-Φώτης: Μια μέρα ακούστηκε φωνή: "Ήρθαν οι Έλληνες, ήρθε ο στρατός της Ελλάδας" …Και λαός πολύς αντί να μαζευτεί στους δρόμους και στις πλατείες έτρεξε στα μνήματα και πάνω από τους τάφους των πατεράδων τους φώναζαν: "Ξύπνα, πατέρα, ήρθαν! Πατέρα, ήρθαν…Ήρθαν οι Έλληνες!" Ζωστήκαμε και μεις τα φυσεκλίκια να χτυπήσουμε την Τουρκιά…

Μανώλης: Μπράβο, παπά μου, Παπαφλέσσα…Είσαι πιότερο Έλληνας από μας …

Παυλής: Ακούτε τον, μπρέ… Τούτος ο παπάς καίγεται όλος από Ελλάδα και σεις δεν τον καταδέχεστε!

Προεστός: Σωπάτε …λέγε τα παρακάτω παπά…

Παπα-Φώτης: Τα παρακάτω μη με βάνεις να τα πω, άρχοντά μου…καρδιά  είναι αυτή, θα σπάσει…

Προεστός: Μη βαρυγκομάς, παπά …Θεού θέλημα…

Παπα-Φώτης: Δε βαρυγκομώ και δε φοβάμαι …Ήρθε πάλι η καρδιά στη θέση της … μας πούλησαν οι Αγγλογάλλοι, έπραξαν τα λάθη τους οι στρατηγοί μας και οι πολιτικοί…Μας τσάκισαν οι Τούρκοι …Έκαψαν, έσφαξαν, ατίμασαν…Απομείναμε εμείς, πήραμε τα κονίσματα και το ευαγγέλιο και βγήκαμε στην προσφυγιά …Κυνηγητό, πείνα, αρρώστιες…Φτάσαμε στον τόπο σας, όσοι φτάσαμε …Ήρθαμε εδώ να ξαναζήσουμε…Καλώς  σας βρήκαμε, χριστιανοί…Άλλη ελπίδα δεν έχουμε από σας …Μερικοί από μας, πριν φύγουμε, πήγαν  στο κοιμητήρι…πήραν τα κόκαλα των γονιών τους και τα κουβαλούν μαζί τους, να μπουν θεμέλιο στο καινούριο τους σπίτι …

Προεστός: Καλά όλα αυτά γέροντα, μα τώρα τι ζητάτε από μας;

Παπα-Φώτης: Χώματα, χώματα να ριζώσουμε… Μάθαμε πως έχετε χωράφια χέρσα… Δώστε τα σε μας να τα μερώσουμε, να τα σπείρουμε, να κάμουμε ψωμί να φάει το γένος… Αυτό ζητούμε και μόνο, άρχοντά μου..

Μανώλης: Προεστέ, άκουσε τη φωνή τους …Ο Χριστός πεινάει και ζητάει ελεημοσύνη…

Προεστός: Σκασμός εσύ! Εμείς, βρε απερίσκεφτε, πώς θα τραφούμε; Ψυχές να θρέψω έχω στο λαιμό μου!

Παπα-Φώτης: Όλες οι ψυχές  όλου του κόσμου είναι κρεμασμένες  στου κάθε ανθρώπου το λαιμό… Μη χωρίζεις, άρχοντα, δικές  μου και δικές σου …

Προεστός: Άκουσε, παπά …

Παπα-Φώτης: Ακούω …

(Η Λενιώ βήχει δυνατά και πέφτει-Φωνές, τρέχουν πάνω της)

Προεστός: (Αφού πάει πάνω από τη Λενιώ) Παιδιά μου, ο Θεός τη φοβερή τούτη στιγμή έδωκε την απόκριση… Κοιτάχτε το κορίτσι αυτό, το ακούγατε πως όλη την ώρα έβηχε… Έχει το χτικιό… Τη  φοβερή αρρώστια… Τούτοι οι ξενομπάτες κουβαλούν στο χωριό μας το μεγάλο  θανατικό… Χαθήκαμε… Συλλογιστείτε  τα  παιδιά  σας,  τις  γυναίκες,  το χωριό… Δεν  παίρνω  απόφαση εγώ, την πήρε την απόφαση  ο Θεός… Απόκριση ήθελε ο παπάς; Να τη   Δεν μπορούν να μείνουν εδώ… Θα μας  χτυπήσει, θα μας θάψει και μας η αρρώστια…

Παυλής: Βρήκε τη δικαιολογία ο θεομπαίχτης να διώξει τους  ανθρώπους απ’ το χωριό …

Μανώλης: Θα τους διώξει ο άτιμος…

Προεστός: Παπά, ιστόρησες τα πάθια σας …Θα σας δεχόμασταν, μα να που ο Θεός έστειλε σημάδι …Θανατικό κουβαλάτε, αδέρφια, πηγαίνετε στην ευχή του Θεού, μην κάψετε το χωριό μας …

Ντόπιοι:  Να φύγουν, να πάνε αλλού… να φύγουν, να φύγουν…

Προεστός: Αντέστε, πηγαίνετε στο καλό… Πηγαίνετε στην ευχή του Θεού…

Παπά-Φώτης: Για ποιο θεό μιλάς, προεστέ; Το θεό σου τον έχεις στην κοιλιά σου… Φεύγουμε ! Το κρίμα στο λαιμό σας! Σηκωθείτε, παιδιά μου… Πάρτε το Λενιώ… Δε μας θένε; Δε τους θέμε και μεις … Η γης  μεγάλη  είναι, πάμε παραπέρα…

(Σηκώνονται οι πρόσφυγες και ετοιμάζονται να φύγουν. Οι ντόπιοι σιγά-σιγά αποχωρούν, μόνο ο Παυλής και ο Μανώλης πλησιάζουν τον παπά )

Μανώλης: Έχετε τα θάρρη σας στο θεό, παππούλη… Μην απελπίζεστε… έχετε τα θάρρη σας στο θεό … Εμείς θα σας στηρίξουμε, υπάρχουν και άλλοι στο χωριό..

Παυλής: Να πάτε, παππούλη, δω παραέξω από το χωριό να στήσετε κονάκι.. εκεί κοντά στα νταμάρια… Κανείς δε θα σας διώξει… Φοβούνται, είναι απόφαση της κυβέρνησης να μείνετε εδώ και θα μείνετε… Μαζί θα ζήσουμε… θα 'ρθούμε να σας βοηθήσουμε κι εμείς , θα 'ρθουν κι άλλοι … δε θα σας αφήσουμε να χαθείτε…

Παπα-Φώτης: Ευχαριστώ, αδερφοί! Εμείς τραβούμε το γολγοθά και όποιος θέλει ας έρθει να βοηθήσει… Στα νταμάρια θα μας βρείτε… (προς τους πρόσφυγες) ομπρός, παιδιά, κουράγιο! Θα το πιούμε και τούτο το ποτήρι… Καλήν αντάμωση μια μέρα προεστέ… Καλήν αντάμωση στη Δευτέρα παρουσία… Εκεί θα σταθούμε και οι δυο μπροστά στο θεό και αυτός ας βγάλει κρίση…

 

Βγαίνουν από τη σκηνή. Η χορωδία τραγουδά το τραγούδι  "απάνω στα νταμάρια" από το δίσκο «11 λαϊκά τραγούδια του Γ. Ρίτσου» των Ν. Μαμαγκάκη, Γ. Πουλόπουλου.

 

ΣΚΗΝΗ Κ’  

Εμφανίζονται στη σκηνή οι πρόσφυγες. Κινούνται με ρυθμικές κινήσεις, τραγουδώντας το ’’Άιντε και ντε’’. Στο τραγούδι  συνοδεύει η χορωδία.

Παπα- Φώτης: Παιδιά μου, εδώ, στο κακοτράχαλο τούτο βουνό με τη δύναμη του Θεού θα ριζώσουμε…

Γρηγόρης: Εδώ θα φυτέψουμε… Εδώ σε τούτες τις πέτρες και γύρα  απ’ το λιγοστό νερό και κάτω απ’ τα αγριόδεντρα θα φυτέψουμε το σπόρο της νέας μας ζωής… κουράγιο αδέρφια…..

Γιάκωβος: Έχω δει μέχρις τα τώρα τρεις φορές να φυτεύονται και να ξεπατώνονται χωριά … Τη μια απ’ την πανούκλα, την άλλη απ’ το σεισμό, την τρίτη απ’ τον Τούρκο … Μα πάλι απ’ την αρχή  πέφταμε με τα μούτρα στη ζωή. Ένας παπάς έκαμε αγιασμό και μεις σκάβαμε και σκάβαμε και χτίζαμε, και ξαναφύτρωνε  το χωριό …Και πάλι θα  ξαναφυτρώσει  αδέρφια…

Παπα-Φώτης: Κύριε και  Θεέ  μου, χαράζω με το αγιασμένο νερό τα σύνορα του χωριού μας …Τούρκος να μην πατήσει, πανούκλα να μην μπει, σεισμός να μη  σείσει… Βάλε τέσσερις αγγέλους, Θεέ μου, να το φρουρούν…

Γιαννακός: Να, εδώ, θα χτίσουμε το ναό της Ευαγγελίστρας της προστάτισσας του γένους των ανθρώπων…

Δάσκαλος: Και δω θα χτίσουμε το σχολειό μας… Να μάθουν τα παιδιά μας γράμματα… Σχολειό, μ’ ορθάνοιχτα τα παράθυρα στον ήλιο, θα χτίσουμε, να ακούγονται τα κελαηδίσματα των σχολιαρόπαιδων…

Στρατής: Εδώ θα στήσουμε το μνημείο μας… Να τιμούμε τη μνήμη των προγόνων μας: των παππούδων, των πατεράδων, των μανάδων μας …

Μάρκος: Εκεί ψηλά θα χτίσουμε το εκκλησάκι του Άι-Γιώργη, του δουλευτή, που σκάβει και γεωργάει τη γης, που βόσκει γιδοπρόβατα, που κλαδεύει τα δεντρά σαν και μας τους ανθρώπους… Μπροστάρης ο Άι-Γιώργης και ξοπίσω του εμείς να ζωντανέψουμε τη γης…

Παπα-Φώτης: Βλογήστε τη νέα γης, αδέρφια, βλογήστε την… Σ’ αυτήν κι απ’ αυτήν θα ζήσουμε από ’δω και μπρος… Δόξα στο μεγαλοδύναμο! Δόξα στους προγόνους! Δόξα στις νέες γενιές που θα ’ρθουν!

Χαμηλώνουν τα φώτα. Εμφανίζεται η Λενιώ και τραγουδάει το «Καΐκι από την Πέραμο» του Π . Θαλασσινού. Ο προβολέας φωτίζει τη Λενιώ.

Ανάβουν όλα τα φώτα και μπαίνουν όλοι στη σκηνή και τραγουδούν το «Ήταν ο τόπος μου» του Γ . Μαρκόπουλου .

Πηγή:

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

www.theatroedu.gr

e-mail: theatro@theatroedu.gr

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006