Από τους αναγκαστικά εκτοπισμένους σε όλο τον κόσμο, που μόνο μέσα στο 2015 ξεπέρασαν τα 65 εκατομμύρια, φτάνοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ, οι μισοί είναι παιδιά.
Και ανάμεσά τους, ο αριθμός όσων χωρίστηκαν από τους γονείς τους ή ταξίδευαν μόνα τους, έφτασε σε εξίσου ανησυχητικό επίπεδο. Με τις εικόνες αυτών των παιδιών έχουμε «εξοικειωθεί» πλέον σε μεγάλο βαθμό, καθώς από τις αρχές του 2015 πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν τις ακτές του Αιγαίου αναζητώντας καταφύγιο στην Ευρώπη, στη μεγάλη τους πλειοψηφία ξεριζωμένοι από τη βία, τον πόλεμο και τις διώξεις στην πατρίδα τους.
Είναι πολύ σημαντικό το ότι μέσα από το βιβλίο «Μονόλογοι από το Αιγαίο», έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε ένα βήμα πέρα από την κυρίαρχη εικόνα, αυτή που μας έχει συγκινήσει, μας έχει θυμώσει, μας έχει ταρακουνήσει.
Ένα βήμα επίσης πέρα από τα στατιστικά στοιχεία του εκτοπισμού, καθώς μας φέρνει πιο κοντά στην προσωπική ιστορία που κουβαλάει κάθε ένα από αυτά τα παιδιά.
Η κάθε ιστορία είναι μοναδική και αποκαλύπτει με τον πιο άμεσο τρόπο τα αδιέξοδα που οδήγησαν τα παιδιά αυτά στη χώρα μας. Αδιέξοδα που μπορεί πολλές φορές να μην τελειώνουν εδώ. Αυτά που έχουν να κάνουν με τις βασικές αιτίες του ξεριζωμού τους, που δυστυχώς η διεθνής κοινότητα απέχει πολύ από να τις αντιμετωπίσει.
Τις ελάχιστες νόμιμες οδούς που έχουν, ώστε να φτάσουν σε τόπο ασφαλή, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουν σε χέρια διακινητών και να ρισκάρουν τη ζωή τους στο επικίνδυνο θαλάσσιο πέρασμα της Μεσογείου, το οποίο έχει κοστίσει τη ζωή σε 7.500 ανθρώπους από το 2015.
Το πόσο εκτεθειμένα είναι στην εκμετάλλευση, την κακοποίηση και τη βία σε κάθε βήμα του ταξιδιού τους. Και πόσο μπορεί να υπολείπονται οι συνθήκες υποδοχής και προστασίας τους στις χώρες όπου θα αναζητήσουν καλύτερο μέλλον.
Ειδικότερα για τη χώρα μας, όπου το σύστημα προστασίας των ασυνόδευτων παιδιών παραμένει ανεπαρκές, το θέμα της υποδοχής και φιλοξενίας τους είναι ένα από τα πλέον σοβαρά και διαχρονικά, με τις διαθέσιμες δομές και προσφερόμενες υπηρεσίες να είναι ελλιπείς.
Από τα 3.500 ασυνόδευτα παιδιά που έχουν καταγραφεί το 2016 από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (1), στην πλειοψηφία τους αγόρια άνω των 14 ετών, τα μισά περίπου είναι σε λίστα αναμονής για να φιλοξενηθούν σε μία από τις υπάρχουσες – υπερπλήρεις – ειδικές δομές φιλοξενίας, όπως οι ξενώνες της Praksis.
Το αποτέλεσμα είναι πολλά να παραμένουν σε χώρους τελείως ακατάλληλους, όπως σε αστυνομικά κρατητήρια ή στο δρόμο και να μην έχουν πρόσβαση σε ζωτικές υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής, ιατρικής και νομικής στήριξης.
Από την άλλη, οι διαδικασίες καταγραφής και εξέτασης του αιτήματός τους για άσυλο, ή επανένωσης με μέλη της οικογένειάς τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, μπορεί να είναι τόσο χρονοβόρες, που τα παιδιά βλέπουν το μέλλον τους με ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα και ανασφάλεια.
Είναι λοιπόν μεγάλη ανάγκη να ενισχυθούν από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και να επιταχυνθούν τα προγράμματα οικογενειακής επανένωσης και μετεγκατάστασης των ασυνόδευτων παιδιών και παράλληλα να ενισχυθεί το εθνικό σύστημα υποδοχής τους. Προς την κατεύθυνση αυτή γίνονται προσπάθειες τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Ύπατη Αρμοστεία και άλλους φορείς, με αποτέλεσμα τους τελευταίους μήνες να έχει σχεδόν διπλασιαστεί ο αριθμός των θέσεων φιλοξενίας τους, ξεπερνώντας πλέον τις 1.100 θέσεις, ενώ σχεδιάζονται περισσότερες (2).
Βέβαια, μένει να γίνουν πολλά ακόμα στον τομέα αυτό, όσο και στο πεδίο της υποδοχής και ένταξης όσων παιδιών θα παραμείνουν στη χώρα. Θα ήταν παράλειψη όμως να μην αναφερθούμε στα πολλά που γίνονται ήδη ή σε αυτά που μπορεί να είναι μικρά αλλά σημαντικά, καθώς παραμένουν στο χέρι μας, ως κοινωνίας υποδοχής.
Παραδείγματα που βλέπουμε στην κοινότητα, τη γειτονιά, το σχολείο – χώρους και ομάδες που δημιουργούν ένα πλέγμα ασφάλειας και αλληλεγγύης. Από τις ιστορίες των παιδιών του βιβλίου αντλούμε δύναμη και αισιοδοξία, γιατί βλέπουμε τους «σημαντικούς άλλους» που έχουν σταθεί δίπλα τους. Καταλαβαίνουμε πόσα προσδοκούν από το σχολείο και τις σπουδές τους και πόση χαρά παίρνουν όταν έχουν την ευκαιρία να ξαναγίνουν μαθητές.
Πόσο μπορεί η θετική γνώμη των άλλων να ενισχύσει την ψυχολογία τους – είναι άλλωστε έφηβοι που δεν θέλουν να τους αντιμετωπίζουν με λύπη ή καχυποψία. Πόση σημασία έχει το «αγαπώ την Ελλάδα» ενός αγοριού και το «οι άνθρωποι εδώ είναι ευγενικοί».
Αυτά τα μικρά και σημαντικά, που μπορεί να κάνουν τη διαφορά στη ζωή των ασυνόδευτων παιδιών περιγράφονται, μεταξύ άλλων, στις ιστορίες που θα διαβάσετε. Και μας υπενθυμίζουν ότι, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς, από το αν έχουν χαρτιά ή όχι, από το αν έφυγαν από τη Συρία, το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν, είναι πάνω από όλα παιδιά.
Παιδιά, που έχουν ανάγκη από ασφάλεια και αξιοπρέπεια, και ως παιδιά πρέπει να βρουν προστασία, αποδοχή και υποστήριξη.
Εύα Σαββοπούλου
Τομέας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης
Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Αντιπροσωπεία στην Ελλάδα
Αθήνα Ιούλιος 2016
|